λιμνοφυής: Difference between revisions
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
m (Text replacement - "ἡ" to "ἡ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λιμνοφῠής:''' растущий в стоячих водах, болотный ([[δόναξ]] Anth.). | |elrutext='''λιμνοφῠής:''' [[растущий в стоячих водах]], [[болотный]] ([[δόναξ]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λιμνο-φυής, ές [φύομαι]<br />[[marsh]]-[[born]], Anth. | |mdlsjtxt=λιμνο-φυής, ές [φύομαι]<br />[[marsh]]-[[born]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A marsh-born, δόναξ AP6.23.
German (Pape)
[Seite 48] δόναξ, im Sumpf gewachsen, Ep. ad. 128 (VI, 23).
Greek (Liddell-Scott)
λιμνοφῠής: -ές, ὁ φυόμενος ἐν λίμναις ἢ ἕλεσι, λιμν. δόναξ Ἀνθ. Π. 6. 23.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui croît dans les marais.
Étymologie: λίμνη, φύω.
Greek Monolingual
-ές (Α λιμνοφυής, -ές)
αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -φυής (< φυή ἡ ή φύος τὸ < φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής, τριχοφυής].
Greek Monotonic
λιμνοφῠής: -ές (φύομαι), αυτός που φυτρώνει στις λίμνες ή στα έλη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λιμνοφῠής: растущий в стоячих водах, болотный (δόναξ Anth.).