καταστοχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταστοχάζομαι:''' улавливать, разгадывать (τὸ [[μέλλον]] Diod.).
|elrutext='''καταστοχάζομαι:''' [[улавливать]], [[разгадывать]] (τὸ [[μέλλον]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 11:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστοχάζομαι Medium diacritics: καταστοχάζομαι Low diacritics: καταστοχάζομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katastocházomai Transliteration B: katastochazomai Transliteration C: katastochazomai Beta Code: katastoxa/zomai

English (LSJ)

A aim at, τὸ συμφέρον Alex. Trall.Febr.6: hence, hit, guess, infer, τι Plb.12.13.4; τὸ μέλλον D.S.19.39; τινος Ath.9.391b, Procl.in Alc.p.46 C., Phlp.in Ph.640.3: abs., Heph.Astr.3.4:—Act. is f.l. in Suid. s.v. προφητεία, and dub. cj. for καταστοχέω (q.v.):—Pass., τὸ -ασμένον εἰκότως Phld.Rh.1.362 S.; κατεστοχάσθαι, gloss on ἐσκευωρῆσθαι, EM385.15.

Greek (Liddell-Scott)

καταστοχάζομαι: ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν τείνω, κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, ἐπιτυγχάνω, εἰκάζων εὑρίσκω, τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., ὥσπερτοξότης πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ βέλος, οὕτως ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

καταστοχάζομαι: улавливать, разгадывать (τὸ μέλλον Diod.).