περιπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιπέμπω:''' посылать вокруг, отправлять в обход (διηκοσίας [[νέας]] Her.; [[δύο]] τέλη τῶν ἱππέων Thuc.): οἱ περιπεμφθέντες Her. посланцы, гонцы.
|elrutext='''περιπέμπω:''' [[посылать вокруг]], [[отправлять в обход]] (διηκοσίας [[νέας]] Her.; [[δύο]] τέλη τῶν ἱππέων Thuc.): οἱ περιπεμφθέντες Her. посланцы, гонцы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[send]] [[round]] from one [[place]] to [[another]], dispatch in all directions, Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[send]] [[round]] from one [[place]] to [[another]], dispatch in all directions, Hdt., Thuc.
}}
}}

Revision as of 11:41, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπέμπω Medium diacritics: περιπέμπω Low diacritics: περιπέμπω Capitals: ΠΕΡΙΠΕΜΠΩ
Transliteration A: peripémpō Transliteration B: peripempō Transliteration C: peripempo Beta Code: peripe/mpw

English (LSJ)

A send round from one place to another, [νέας] π. ἔξωθεν Σκιάθου Hdt.8.7; δύο τέλη τῶν ἱππέων Th.4.86; αἱ νῆες… αἱ ἐς τὸν λιμένα περιπεμφθεῖσαι Id.5.3. 2 send round to a number of places, οἱ περιπεμφθέντες Hdt.1.48.

German (Pape)

[Seite 586] herum, aller Orten umherschicken; Her. 8, 7; οἱ περιπεμφθέντες, 1, 48; περιεπέμψαντο, Thuc. 4, 96; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπέμπω: πέμπω ὁλόγυρα ἀπὸ τόπου τινὸς εἰς ἄλλον, (νέας) π. ἔξωθεν Σκιάθου Ἡρόδ. 8. 7· δύο τέλη τῶν ἱππέων Θουκ. 4. 86· αἱ νῆες... αἱ ἐς τὸν λιμένα περιπεμφθεῖσαι ὁ αὐτ. 5. 3. 2) πέμπω ὁλόγυρα εἰς πολλὰ μέρη, οἱ περιμπεμφθέντες Ἡρόδ. 1. 48.

French (Bailly abrégé)

envoyer tout autour ou de tous côtés.
Étymologie: περί, πέμπω.

Greek Monolingual

Α πέμπω·1. στέλνω κάποιον ολόγυρα, τον στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού («τῶν νεῶν... διηκοσίας περιέπεμπον ἔξωθεν Σκιάθου», Ηρόδ.)
2. στέλνω κάποιον σε ορισμένο μέρος.

Greek Monotonic

περιπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω τριγύρω από το ένα μέρος στο άλλο, στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, σε Ηρόδ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πέμπω rondzenden.

Russian (Dvoretsky)

περιπέμπω: посылать вокруг, отправлять в обход (διηκοσίας νέας Her.; δύο τέλη τῶν ἱππέων Thuc.): οἱ περιπεμφθέντες Her. посланцы, гонцы.

Middle Liddell

fut. ψω
to send round from one place to another, dispatch in all directions, Hdt., Thuc.