συνήκω: Difference between revisions
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνήκω:''' сойтись, встретиться Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом. | |elrutext='''συνήκω:''' [[сойтись]], [[встретиться]] Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:50, 20 August 2022
English (LSJ)
A to have come together, be assembled, meet, Th.5.87. II σ. εἰς ἕν, of walls, meet in a point, X.Vect.4.44; σ. εἰς στενόν to narrow down, Arist.IA710b2; so εἰς ὀξύ Id.HA495b10, Thphr.HP 3.11.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνήκω: ἔχω ἔλθῃ ὁμοῦ, εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ ὄπισθεν κοῦφα καὶ συνήκοντα πάλιν εἰς στενόν, γενόμενα πάλιν στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
être venu ensemble ; être réuni, se réunir.
Étymologie: σύν, ἥκω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α
1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»].
Greek Monotonic
συνήκω: μέλ. -ξω,
I. έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με συντροφιά, με συνοδεία, έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.
II. συνήκω εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό σημείο, συνάπτομαι, συμπίπτω, καταλήγω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνήκω: сойтись, встретиться Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to have come together, to be assembled, to meet, Thuc.
II. ς. εἰς ἕν to meet in a point, Xen.