περιταφρεύω: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιταφρεύω:''' обводить рвом, окапывать (τὴν πόλιν Polyb.; τὸ [[στρατόπεδον]] Plut.; στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ, sc. τόπῳ Xen.).
|elrutext='''περιταφρεύω:''' [[обводить рвом]], [[окапывать]] (τὴν πόλιν Polyb.; τὸ [[στρατόπεδον]] Plut.; στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ, sc. τόπῳ Xen.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιταφρεύω Medium diacritics: περιταφρεύω Low diacritics: περιταφρεύω Capitals: ΠΕΡΙΤΑΦΡΕΥΩ
Transliteration A: peritaphreúō Transliteration B: peritaphreuō Transliteration C: peritafreyo Beta Code: peritafreu/w

English (LSJ)

A surround with a trench, τὴν πόλιν, τὸ στρατόπεδον, Plb.1.48.10. Plu.2.191c; λόφον App.Pun.72; τὴν ἐπαρχίαν Phleg. 36.18 J.:—Pass., στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ X.Cyr.3.3.28; περιταφρευόμενος ἠνέσχετο Plu.Mar.33.

German (Pape)

[Seite 596] mit einem Graben rings umgeben; τόπος περιτεταφρευμένος, Xen. Cyr. 3, 3, 28; Pol. 1, 48, 10; Plut. Marc. 33.

Greek (Liddell-Scott)

περιταφρεύω: περιβάλλω διὰ τάφρου, τὴν πόλιν, τὸ στρατόπεδον Πολύβ. 1. 48, 10, Πλούτ. 2, 191C· στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28· περιταφρευόμενος ἠνέσχετο Πλουτ. Μάρ. 33.

French (Bailly abrégé)

entourer d’un fossé, acc..
Étymologie: περί, ταφρεύω.

Greek Monolingual

ΝΑ
περιβάλλω με τάφρο, σκάβω τάφρο γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ταφρεύω «ανοίγω τάφρο»].

Greek Monotonic

περιταφρεύω: περιβάλλω με χαντάκι, σε Πολύβ. — Παθ., ἐν περιτεταφρευμένῳ, σε περιχαρακωμένη, οχυρωμένη γη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

περιταφρεύω: обводить рвом, окапывать (τὴν πόλιν Polyb.; τὸ στρατόπεδον Plut.; στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ, sc. τόπῳ Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ταφρεύω met een gracht omgeven:. ἐν περιταφρευομένῳ... καταφανεῖ op een open plek die door een gracht omgeven was Xen. Cyr. 3.3.28.

Middle Liddell


to surround with a trench, Polyb.: Pass., ἐν περιτεταφρευμένῳ on entrenched ground, Xen.