ἀρχαιοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρχαιοπρεπής:''' почтенный своей древностью, старинный Aesch., Plat.
|elrutext='''ἀρχαιοπρεπής:''' [[почтенный своей древностью]], [[старинный]] Aesch., Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρέπω]]<br />[[distinguished]] from [[olden]] [[time]], [[time]]-[[honoured]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[πρέπω]]<br />[[distinguished]] from [[olden]] [[time]], [[time]]-[[honoured]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιοπρεπής Medium diacritics: ἀρχαιοπρεπής Low diacritics: αρχαιοπρεπής Capitals: ΑΡΧΑΙΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: archaioprepḗs Transliteration B: archaioprepēs Transliteration C: archaioprepis Beta Code: a)rxaiopreph/s

English (LSJ)

ές, A time-honoured, venerable, A.Pr.409, Pl.Sph.229e; παράκλησις Iamb.Protr.17: Comp., Dam.Pr.131. Adv.-πῶς ib.337. 2 of literary style, old-fashioned, σχήματα D.H.Comp.23; ὀνόματα Id.Pomp.2; ἑρμηνεία Simp.in Ph. 233.10 (Comp.). Adv. -πῶς ib.111.15.

German (Pape)

[Seite 364] ές, durch Alterthum ehrwürdig, τιμαί Aesch. Prom. 406; übh. = alterthümlich, Plat. Soph. 229 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιοπρεπής: -ές, διαπρεπὴς ἐξ ἀρχαίων χρόνων, τετιμημένος καὶ σεβαστὸς ἕνεκα τῆς ἀρχαιότητος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 409. 2) ἐν γένει, ἀρχαϊκός, Πλάτ. Σοφ. 229Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
vénérable par son antiquité.
Étymologie: ἀρχαῖος, πρέπω.

Spanish (DGE)

-ές
I 1sin connotaciones posit. o peyor. antiguo, viejo παράκλησις Iambl.Protr.17, ἀρχαιοπρεπεστέρα ... ἰδιότης Dam.in Prm.131.
2 antiguo, venerable μεγαλοσχήμονά τ' ἀρχαιοπρεπῆ στένουσι τὰν σὰν ... τιμάν A.Pr.408, τὸ μὲν ἀ. τι πάτριον Pl.Sph.229e, ἀ. οὖν καὶ ποιητικώτατος ὁ λόγος Sch.Pi.I.1.26, ᾠδαί Eust.Op.54.8.
3 anticuado, arcaico σχήματα D.H.Comp.23.7, (ὀνόματα) D.H.Pomp.2, ἑρμηνεία Simp.in Ph.233.10.
II adv. -ῶς
1 antiguamente, de manera antigua Dam.in Prm.337.
2 anticuada, arcaicamente Sch.Er.Il.11.162, Sch.Arist.Cael.310a31, Simp.in Ph.111.15.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀρχαιοπρεπής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τους αρχαίους ή που ταιριάζει στους αρχαίους τρόπους
αρχ.
ο σεβαστός εξαιτίας της αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, δουλοπρεπής)].

Greek Monotonic

ἀρχαιοπρεπής: -ές (πρέπω), διαπρεπής από τους αρχαίους χρόνους, τιμημένος λόγω της αρχαίας κληρονομιάς του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαιοπρεπής: почтенный своей древностью, старинный Aesch., Plat.

Middle Liddell

πρέπω
distinguished from olden time, time-honoured, Aesch.