ὑπέρκοτος: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπέρκοτος:''' жестокосердный, крайне злобный (πάγαι Aesch.). | |elrutext='''ὑπέρκοτος:''' [[жестокосердный]], [[крайне злобный]] (πάγαι Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-κοτος, ον,<br />[[exceeding]] [[angry]], [[cruel]], Aesch.:— adv. -τως, Eur. | |mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-κοτος, ον,<br />[[exceeding]] [[angry]], [[cruel]], Aesch.:— adv. -τως, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A exceedingly angry, cruel, πάγαι A.Ag.822. Adv. -τως, ἐχθῆραι E.HF1086; cf. ὑπέρκοπος.
German (Pape)
[Seite 1198] überaus zornig, erzürnt; Aesch. Ag. 796; adv., 455, wie Eur. Herc. fur. 1087.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρκοτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν ὠργισμένος, σκληρός, πάγαι (ἴδε ἐν λ. φράσσω) Αἰσχύλ. Ἀγ. 822. - Ἐπίρρ., ὑπερκότως ἐχθαίρειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1037· πρβλ. ὑπέρκοπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
débordant de courroux ; bouillonnant, profondément agité.
Étymologie: ὑπέρ, κότος.
Greek Monolingual
-ον, Α
υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος.
επίρρ...
ὑπερκότως Α
με υπέρκοτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ-κοτος, ἐπί-κοτος)].
Greek Monotonic
ὑπέρκοτος: -ον, υπερβολικά οργισμένος, σκληρός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τως, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρκοτος: жестокосердный, крайне злобный (πάγαι Aesch.).
Middle Liddell
ὑπέρ-κοτος, ον,
exceeding angry, cruel, Aesch.:— adv. -τως, Eur.