μυριώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῡριώνῠμος:''' имеющий множество имен ([[Ἶσις]] Plut.).
|elrutext='''μῡριώνῠμος:''' [[имеющий множество имен]] ([[Ἶσις]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐώνῠμος Medium diacritics: μυριώνυμος Low diacritics: μυριώνυμος Capitals: ΜΥΡΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: myriṓnymos Transliteration B: myriōnymos Transliteration C: myrionymos Beta Code: muriw/numos

English (LSJ)

ον, A of countless names, Ἶσις Plu.2.372f, OGI695 (Philae).

German (Pape)

[Seite 220] mit unzähligen Namen, Beiname der Isis bei Plut. Is. et Os. 53.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων ἀναρίθμητα ὀνόματα, Ἶσις Πλούτ. 2. 372Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4713b, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux noms innombrables.
Étymologie: μυρίος, ὄνομα.

Spanish

de incontables nombres

Greek Monolingual

μυριώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μύρια ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

μῡριώνῠμος: имеющий множество имен (Ἶσις Plut.).