πολύστυλος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύστῡλος:''' многоколонный (τὸ [[Ὠδεῖον]] Plut.).
|elrutext='''πολύστῡλος:''' [[многоколонный]] (τὸ [[Ὠδεῖον]] Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστῡλος Medium diacritics: πολύστυλος Low diacritics: πολύστυλος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polýstylos Transliteration B: polystylos Transliteration C: polystylos Beta Code: polu/stulos

English (LSJ)

ον, A with many columns, σκηνή, οἶκος, Str.15.1.21, 17.1.28; of the Odeum, Plu.Per. 13.

German (Pape)

[Seite 674] mit vielen Säulen; Plut. Pericl. 13; Strab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστῡλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses colonnes.
Étymologie: πολύς, στῦλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστυλος, -ον, ΝΑ
(κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στῦλος (πρβλ. τετρά-στυλος)].

Greek Monotonic

πολύστῡλος: -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πολύστῡλος: многоколонный (τὸ Ὠδεῖον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.

Middle Liddell

πολύ-στῡλος, ον,
with many columns, Strab., Plut.