τετράπτιλος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τετράπτῐλος:''' четырехперый Arph. | |elrutext='''τετράπτῐλος:''' [[четырехперый]] Arph. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A four-winged, Ar.Ach.1082.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Federn, Ar. Ach. 1046.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπτῐλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, βούλει μάχεσθαι Γηρυόνῃ τετραπτίλῳ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre ailes.
Étymologie: τέσσαρες, πτίλον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες, τετράπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πτίλον «φτερούγα, πούπουλο»].
Greek Monotonic
τετράπτῐλος: [ᾰ], -ον (πτίλον), αυτός που έχει τέσσερα πτερύγια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τετράπτῐλος: четырехперый Arph.
Middle Liddell
τετρά-˘πτῐλος, ον, πτίλον
four-winged, Ar.