ὑψίκομος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsikomos | |Transliteration C=ypsikomos | ||
|Beta Code=u(yi/komos | |Beta Code=u(yi/komos | ||
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Q.S.5.119</span>: (κόμη):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Q.S.5.119</span>: (κόμη):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with high-bound tresses]], Ἑλένα <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span>6.95</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[with lofty foliage]], [[towering]], δρύες <span class="bibl">Il.14.398</span>, <span class="bibl">Od.9.186</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>376</span>; ἐλάται <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>585</span> (lyr.); ὄρη <span class="bibl">Asius <span class="title">Fr.Ep.</span>8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, also η, ον Q.S.5.119: (κόμη):—A with high-bound tresses, Ἑλένα Pi.Pae.6.95. 2 with lofty foliage, towering, δρύες Il.14.398, Od.9.186, Hes.Sc.376; ἐλάται E.Alc.585 (lyr.); ὄρη Asius Fr.Ep.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκομος: -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 (κόμη)· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν φύλλωμα, ὑψηλός, δρῦς Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· δρῦς ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑψίκομος· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. η, ον :
à la chevelure élevée, càd au feuillage élevé ou à la cime chevelue.
Étymologie: ὕψι, κόμη.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὑψῐκομος, -ον
1 with high piled hair ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίκομος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α
(για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά
αρχ.
1. αυτός του οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά
2. (για όρος) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ-κομος].
Greek Monotonic
ὑψίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, απέραντος, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίκομος: высоколиственный, с высокой кроной (δρῦς Hom., Hes.; ἐλάται Eur.; δόνακες Anth.).
Middle Liddell
ὑψί-κομος, ον, κόμη
with lofty foliage, towering, Hom., Hes., Eur.