δνοφώδης: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[δνόφος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[δνόφος]], -ωδης.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 09:42, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δνοφώδης Medium diacritics: δνοφώδης Low diacritics: δνοφώδης Capitals: ΔΝΟΦΩΔΗΣ
Transliteration A: dnophṓdēs Transliteration B: dnophōdēs Transliteration C: dnofodis Beta Code: dnofw/dhs

English (LSJ)

ες, A = δνοφερός, E.Tr.79 (as Dind. for γνοφώδη), Hp.Morb.Sacr.16; later γνοφ- (q.v.).

German (Pape)

[Seite 651] ες, dunkel, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, Εὐρ. Τρῳ. 79 (κατὰ Δινδ. ἀντὶ γνοφώδη), Ἱππ. 308. 22· μεταγεν. γνοφ-, Πλούτ. 2. 949Α, κτλ. (Περὶ τῆς συγγενείας τοῦ δνόφος, γνόφος, πρὸς τὰ κνέφας, ζόφος, ἀλλ’ οὐχὶ πρὸς τὸ νέφος, ἴδε Κούρτ. σ. 657).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
sombre, obscur.
Étymologie: δνόφος, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): frec. γνοφ-; γνοφοειδής Ant.Diog.Fr.Pap.Dub.43
• Morfología: [jón. neutr. plu. no contr. δνοφώδεα Hp.Morb.Sacr.13]
nublado, caliginoso, oscuro Ζεὺς ... πέμψει δνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα E.Tr.79, νεφέλη γ. ἐπ' ὄρους LXX Ex.19.16, ταῦτα ... καὶ ἔκ τε λαμπρῶν δνοφώδεα γίνεται Hp.l.c., cf. Plu.2.949a, Ant.Diog.l.c.
subst. τὸ γνοφωδέστατον la oscuridad extrema Tz.Ex.111.13L.
tenebroso ἡνίκα ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ γ. LXX Pr.7.9, cf. Ph.2.109, δύναμις Mac.Aeg.Serm.B 4.94.

Greek Monolingual

δνοφώδης, -ες (Α) δνόφος
σκοτεινός, μαύρος.

Greek Monotonic

δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δνοφώδης: поздн. Plut. γνοφώδης 2 темный, мрачный Eur.

English (Woodhouse)

dark, gloomy, without light

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)