τραυλός: Difference between revisions
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
m (Text replacement - " :" to ":") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''τραυλός''': {traulós}<br />'''Meaning''': [[mit einer Sprachstörung behaftet]], [[mangelhaft]], [[holperig sprechend]] z.B. [[lispelnd]], [[stotternd]], übertr. von Schwalben [[zwitschernd]] (Hdt., Hp., Kall. Kom., Arist., ''AP'' u.a.),<br />'''Composita''' : [[τραυλόφωνος]] H. s. [[Βάττος]] (neben [[ἰσχνόφωνος]]; aus Hdt. 4, 155), [[ὑπότραυλος]] [[etwas lispelnd]] (Hp.), ποικιλότραυλα (Theok., von den [[μέλη]] der κόσσυφοι); PN Τραύλη (Lucr.; Schulze Kl. Schr. 680).<br />'''Derivative''': Davon [[τραυλότης]] f. [[Sprachstörung]] (Arist., Plu.), -ίζω (ὑπο-) ‘rnangelhaft usw. sprechen’ (Ar., Arist., Luk. u.a.) mit -ισμός (Plu.); auch -ωσις (: *-όομαι, Gal.).<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[τυφλός]], [[χωλός]], [[σιφλός]] und andere Ausdrücke für physische und psychische Gebrechen (Chantraine Form. 238); im übrigen unklar. Ganz fragliche Hypothese von Wackernagel Verm. Beitr. 16 f. = Kl. Schr. 1, 777 f. (mit Kluge): aus *τρα(σ)ύς = got. ''þaúrsus'' ’[[ξηρός]]’ (s. [[τέρσομαι]]) erweitert, wozu noch [[ἀτειρής]] aus *ἀτερσής (vgl. s.v.). Dafür könnte immerhin [[ἰσχνόφωνος]] (neben [[τραυλός]] Hdt. 4, 155) sprechen; anderseits ist ein Wegfall von σ in [[τραυλός]] (und in [[ἀτειρής]]) angesichts [[τρασιά]] und [[τέρσομαι]] nicht glaubhaft. Oder zu [[τραῦμα]]?<br />'''Page''' 2,919 | |ftr='''τραυλός''': {traulós}<br />'''Meaning''': [[mit einer Sprachstörung behaftet]], [[mangelhaft]], [[holperig sprechend]] z.B. [[lispelnd]], [[stotternd]], übertr. von Schwalben [[zwitschernd]] (Hdt., Hp., Kall. Kom., Arist., ''AP'' u.a.),<br />'''Composita''': [[τραυλόφωνος]] H. s. [[Βάττος]] (neben [[ἰσχνόφωνος]]; aus Hdt. 4, 155), [[ὑπότραυλος]] [[etwas lispelnd]] (Hp.), ποικιλότραυλα (Theok., von den [[μέλη]] der κόσσυφοι); PN Τραύλη (Lucr.; Schulze Kl. Schr. 680).<br />'''Derivative''': Davon [[τραυλότης]] f. [[Sprachstörung]] (Arist., Plu.), -ίζω (ὑπο-) ‘rnangelhaft usw. sprechen’ (Ar., Arist., Luk. u.a.) mit -ισμός (Plu.); auch -ωσις (: *-όομαι, Gal.).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[τυφλός]], [[χωλός]], [[σιφλός]] und andere Ausdrücke für physische und psychische Gebrechen (Chantraine Form. 238); im übrigen unklar. Ganz fragliche Hypothese von Wackernagel Verm. Beitr. 16 f. = Kl. Schr. 1, 777 f. (mit Kluge): aus *τρα(σ)ύς = got. ''þaúrsus'' ’[[ξηρός]]’ (s. [[τέρσομαι]]) erweitert, wozu noch [[ἀτειρής]] aus *ἀτερσής (vgl. s.v.). Dafür könnte immerhin [[ἰσχνόφωνος]] (neben [[τραυλός]] Hdt. 4, 155) sprechen; anderseits ist ein Wegfall von σ in [[τραυλός]] (und in [[ἀτειρής]]) angesichts [[τρασιά]] und [[τέρσομαι]] nicht glaubhaft. Oder zu [[τραῦμα]]?<br />'''Page''' 2,919 | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 21 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A mispronouncing letters, lisping, stammering, Hp. Aph.6.32, Call.Com.19, PSI3.220.18 (iii A. D.), etc.; especially of children, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τραυλός Hdt.4.155, cf. Arist.Aud.801b7, Pr.902b22. II of the swallow, twittering, APl.4.141 (Phil.); τραυλὰ μινύρεσθαι AP9.70 (Mnasalc.), cf. 57 (Pamphil.). III τὸ τραυλὸν τῶν λίθων the oily quality in stones, Olymp.Alch.p.97 B.
German (Pape)
[Seite 1135] lispelnd, schnarrend, der einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann; Her. 4, 155, Ggstz τορός; Plut. de Pyth. orac. 22. – Uebtr., zwitschernd, von der Schwalbe, Anth., z. B. Mnasalc. 9 (IX, 70).
Greek (Liddell-Scott)
τραυλός: -ή, -όν, ὁ κακῶς προφέρων γράμμα τι, κυρίως ὁ προφέρων τὸ ρ ὡς λ, ψευδός, «τσηβδός», Λατιν. balbus, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Καλλίας ἐν Ἀδήλ. 3, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ παιδίων, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τρ. Ἡρόδ. 4. 155, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 21, Προβλ. 11. 30, 2, πρβλ. τραυλίζω, ψελλός. ΙΙ. ἐπὶ τῆς χελιδόνος, τραυλὰ μινυρομένα, Πανδιονὶ παρθένε... χελιδὼν Ἀνθ. Παλατ. 9. 70· τραυλὲ χελιδὼν Ἀνθ. Πλαν. 141. (Πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ.· πρβλ. τὸ Ἀγγλ. trawl).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui bégaie, qui balbutie.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê harmonie imitative du blésement, qui consiste à confondre ρ et λ.
Par. βάτταλος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τραυλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τρευλός, -ή, -ό, Ν
αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός
νεοελλ.
βραδύγλωσσος
αρχ.
(για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκαμβός) και επίθημα -λός που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. σιφ-λός, τυφ-λός, χω-λός). Η λ. θα μπορούσε, κατά μία άποψη, να ερμηνευθεί ως προϊόν ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. τραῦμα. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. τραυ-λός έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη αποβολή του -σ-) από έναν αμάρτυρο τ. τρασύς, ο οποίος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ρ. τέρσομαι «ξηραίνομαι»].
Greek Monotonic
τραυλός: -ή, -όν,
I. αυτός που δεν προφέρει καλά κάποιο γράμμα, κυρίως αυτός που προφέρει το ρ ως λ, ψευδός, Λατ. balbus, ιδίως λέγεται για παιδιά, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για το χελιδόνι, τιτιβίζω, κελαηδώ, σε Ανθ. (πιθ. από τον ήχο).
Russian (Dvoretsky)
τραυλός: 3, редко
1) шепелявый, сюсюкающий Her., Arst.;
2) (о ласточке) щебечущий: τραυλὰ μινύρεσθαι Anth. щебетать.
Middle Liddell
τραυλός, ή, όν
I. lisping, Lat. balbus, especially of children, Hdt.
II. of the swallow, twittering, Anth. [Prob. from the sound.]
Frisk Etymology German
τραυλός: {traulós}
Meaning: mit einer Sprachstörung behaftet, mangelhaft, holperig sprechend z.B. lispelnd, stotternd, übertr. von Schwalben zwitschernd (Hdt., Hp., Kall. Kom., Arist., AP u.a.),
Composita: τραυλόφωνος H. s. Βάττος (neben ἰσχνόφωνος; aus Hdt. 4, 155), ὑπότραυλος etwas lispelnd (Hp.), ποικιλότραυλα (Theok., von den μέλη der κόσσυφοι); PN Τραύλη (Lucr.; Schulze Kl. Schr. 680).
Derivative: Davon τραυλότης f. Sprachstörung (Arist., Plu.), -ίζω (ὑπο-) ‘rnangelhaft usw. sprechen’ (Ar., Arist., Luk. u.a.) mit -ισμός (Plu.); auch -ωσις (: *-όομαι, Gal.).
Etymology: Bildung wie τυφλός, χωλός, σιφλός und andere Ausdrücke für physische und psychische Gebrechen (Chantraine Form. 238); im übrigen unklar. Ganz fragliche Hypothese von Wackernagel Verm. Beitr. 16 f. = Kl. Schr. 1, 777 f. (mit Kluge): aus *τρα(σ)ύς = got. þaúrsus ’ξηρός’ (s. τέρσομαι) erweitert, wozu noch ἀτειρής aus *ἀτερσής (vgl. s.v.). Dafür könnte immerhin ἰσχνόφωνος (neben τραυλός Hdt. 4, 155) sprechen; anderseits ist ein Wegfall von σ in τραυλός (und in ἀτειρής) angesichts τρασιά und τέρσομαι nicht glaubhaft. Oder zu τραῦμα?
Page 2,919