Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατιλλώπτω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ’" to "’")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατιλλώπτω''': (ἰλλωπέω, ἰλλώπτω), [[βλέπω]] λοξῶς πρὸς τινα, [[κάμνω]] νεύματα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, «[[κάμνω]] ’μμάτι», ἐρωτικῶς [[βλέπω]], τινὶ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 31· [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· θῆλυ κ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 200. 2) [[καταβλέπω]] ἐπὶ χλευασμῷ, Πολυδ. Β΄, 52, Ἡσύχ., πρβλ. [[ἐγκατιλλώπτω]], [[ἐνιλλώπτω]].
|lstext='''κατιλλώπτω''': (ἰλλωπέω, ἰλλώπτω), [[βλέπω]] λοξῶς πρὸς τινα, [[κάμνω]] νεύματα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, «[[κάμνω]]’μμάτι», ἐρωτικῶς [[βλέπω]], τινὶ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 31· [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· θῆλυ κ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 200. 2) [[καταβλέπω]] ἐπὶ χλευασμῷ, Πολυδ. Β΄, 52, Ἡσύχ., πρβλ. [[ἐγκατιλλώπτω]], [[ἐνιλλώπτω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:20, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατιλλώπτω Medium diacritics: κατιλλώπτω Low diacritics: κατιλλώπτω Capitals: ΚΑΤΙΛΛΩΠΤΩ
Transliteration A: katillṓptō Transliteration B: katillōptō Transliteration C: katillopto Beta Code: katillw/ptw

English (LSJ)

A look askance at, leer at, τινι Philem.124; θῆλυ κ. AP 5.199. 2 look scornfully, Poll.2.52, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1402] mit blinzelnden Augen nach Etwas hinsehen, es beäugeln, bes. verliebt, buhlerisch liebäugeln, Ep. ad. 111 (V, 200) u. Sp. S. das simplex.

Greek (Liddell-Scott)

κατιλλώπτω: (ἰλλωπέω, ἰλλώπτω), βλέπω λοξῶς πρὸς τινα, κάμνω νεύματα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, «κάμνω’μμάτι», ἐρωτικῶς βλέπω, τινὶ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 31· ἔνθα ἴδε Meineke· θῆλυ κ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 200. 2) καταβλέπω ἐπὶ χλευασμῷ, Πολυδ. Β΄, 52, Ἡσύχ., πρβλ. ἐγκατιλλώπτω, ἐνιλλώπτω.

French (Bailly abrégé)

regarder en clignant des yeux ; regarder avec passion.
Étymologie: κατά, ἴλλω, ὄψομαι « regarder en roulant des yeux » ?

Greek Monolingual

κατιλλώπτω (Α)
1. βλέπω κάποιον λοξά με ερωτική διάθεση, κάνω νεύματα ερωτικά με τα μάτια
2. κοιτάζω χλευαστικά, ρίχνω περιφρονητικές ματιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰλλώπτω «λοξοκοιτάζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ιλλώπτω wellustig bekijken.

Russian (Dvoretsky)

κατιλλώπτω: (влюбленно) подмигивать Anth.