διάφωνος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />discordant ; τινι qui ne | |btext=ος, ον :<br />discordant ; τινι qui ne s'accorde pas avec.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φωνή]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 07:45, 22 August 2022
English (LSJ)
ον, A discordant, inconsistent, ἱστορίαι D.S.4.55, cf. Plu.2.1039d, etc.; τινί with one, Luc.Cyn.16; especially in Music, διάφωνον ἕλκειν strike a false note, Damox.2.61, cf. Hp.Vict.1.18 (metaph. of tastes), etc.; opp. σύμφωνος, Euc.Sect.Can.Praef., Theo Sm.p.49H. Adv. -νως Plu.2.1137c: c.dat., S.E.M.7.170: metaph., δ. ἵστασθαι πρός τινα Phld.Rh.1.90S.
Greek (Liddell-Scott)
διάφωνος: -ον, ὁ παράφωνος, παραφωνίαν ἀποτελῶν, Διόδ. 4. 55· τινι Λουκ. Κυν. 16· διάφωνον ἕλκειν, μουσικὴ φράσις, Δαμόξ. Συντρ. 2. 61.- Ἐπίρρ. -ως, Κλήμ. Ἀλ. 404.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
discordant ; τινι qui ne s'accorde pas avec.
Étymologie: διά, φωνή.
Spanish (DGE)
-ον
I 1discrepante ἕτεραι (ἱστορίαι) D.S.4.55, τοιαῦτα ... διάφωνα τοῖς τῶν πολλῶν βουλήμασι Luc.Cyn.16
•subst. τὸ διάφωνον op. τὸ σύμφωνον Hp.Alim.40
•contradictorio, incoherente μηδὲν εἰπεῖν ἐναντίον ἑαυτῷ καὶ διάφωνον Plu.2.1039d, cf. 1003b, ὁ λόγος D.L.9.95
•diferente δ. αὐτῶν ἡ τάξις Ach.Tat.Intr.Arat.18
•subst. τὸ διάφωνον contradicción τὸ ὡσανεὶ δ. la aparente contradicción Didym.Gen.25.5.
2 mús. disonante τῶν φθόγγων τοὺς μὲν συμφώνους ὄντας, τοὺς δὲ διαφώνους Euc.Sect.Can.praef., φθόγγοι Aristid.Quint.10.1, Theo Sm.49, διαστήματα Anon.Bellerm.58
•subst. τὸ δ. abstr. falta de armonía op. μέλος Aristox.Harm.25.18
•concr. sonido discordante δ. ἕλκειν producir una nota discordante Damox.2.61, τὰ διάφωνα op. τὰ σύμφωνα en una comparación entre la música y la lengua como órgano del gusto, Hp.Vict.1.18.
II adv. -ως
1 en forma discrepante δ. ἵσταντα[ι] πρὸς τοὺς ἄνδρας Phld.Rh.2.151, τῷ ὑπάρχοντι S.E.M.7.170, cf. Hipparch.1.4.7, Clem.Al.Strom.1.21.141.
2 mús. en forma discordante πρὸς παρανήτην Plu.2.1137c.
Greek Monolingual
-ον (ΑΝ)
1. δυσάρεστος στην ακοή, παράφωνος
2. ασύμφωνος, ανακόλουθος, αντιφατικός.
Greek Monotonic
διάφωνος: -ον (φωνή), αυτός που διαφωνεί, ασύμφωνος, παράφωνος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διάφωνος:
1) не согласующийся, расходящийся во мнении Diod., Plut.;
2) несогласный (τινι Luc.).
Middle Liddell
διά-φωνος, ον adj φωνή
discordant, Luc.