λεπάς: Difference between revisions Search Google

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />lépas, <i>coquillage univalve qui s’attache aux roches</i> (Chantraine : patelle, bernique).<br />'''Étymologie:''' [[λέπας]].
|btext=άδος (ἡ) :<br />lépas, <i>coquillage univalve qui s'attache aux roches</i> (Chantraine : patelle, bernique).<br />'''Étymologie:''' [[λέπας]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:46, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπάς Medium diacritics: λεπάς Low diacritics: λεπάς Capitals: ΛΕΠΑΣ
Transliteration A: lepás Transliteration B: lepas Transliteration C: lepas Beta Code: lepa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A limpet, Alc.51 (s.v.l.), Epich.42.2, 114, Hermipp. 31, Arist.HA528b1, al.; ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ar.V.105, cf. Pl.1096.

German (Pape)

[Seite 29] άδος, ἡ, eine einschalige Muschel, Napfschnecke, patella, die steh an Felsen, λέπας, fest ansaugt, Arist. H. A. 4, 4 part. anim. 4, 3 u. öfter; vgl. Ath. III, 85 f. Dah. übertr., τὸ γραΐδιον ὥςπερ λεπὰς τῷ μειρακίῳ προσίσχεται Ar. Plut. 1096, vgl. Vesp. 105.

Greek (Liddell-Scott)

λεπάς: -άδος, ἡ, μονόθυρον ὀστρακόδερμον, «πεταλίδα», Λατ. patella, ὀνομασθεῖσα οὕτως ἐπειδὴ προσκολλᾶται εἰς λίπας, πέτραν, Ἐπίχ. 23 Ahr.· ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ἀριστοφ. Σφ. 105, πρβλ. Πλ. 1096.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
lépas, coquillage univalve qui s'attache aux roches (Chantraine : patelle, bernique).
Étymologie: λέπας.

Greek Monolingual

η (Α λεπάς, -άδος) λέπας
όστρακο που προσκολλάται σε βράχο ή στα επιπλέοντα σε νερά αντικείμενα, η πεταλίδα.

Greek Monotonic

λεπάς: -άδος, ἡ, πεταλίδα, αχιβάδα, ονομαζόμενη έτσι, επειδή προσκολλάται σε βράχο (λέπας), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λεπάς: άδος (ᾰδ) ἡ зоол. блюдечко (моллюск с одностворчатой раковиной, присасывающийся к скалам) Arst.: ὥσπερ λ. προσεχόμενος τῷ κίονι Arph. прислонившись к столбу словно моллюск (к скале).

Middle Liddell

λεπάς, άδος,
a limpet, from its clinging to the rock (λέπασ), Ar.