τυφλόπους: Difference between revisions
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
mNo edit summary |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυφλόπους''': οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τυφλοὺς πόδας (ὡς τὸ τοῦ Μίλτωνος ‘these dark | |lstext='''τυφλόπους''': οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τυφλοὺς πόδας (ὡς τὸ τοῦ Μίλτωνος ‘these dark steps'), ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, ἃ [[πόδα]] σὸν τυφλόπουν θεραπεύμασιν αἰὲν ἐμόχθει Εὐριπ. Φοίν. 1549, [[ἔνθα]] ἴδε Πρόρσωνα. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 08:00, 22 August 2022
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, with blind foot, of Oedipus, E.Ph.1549 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
τυφλόπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τυφλοὺς πόδας (ὡς τὸ τοῦ Μίλτωνος ‘these dark steps'), ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, ἃ πόδα σὸν τυφλόπουν θεραπεύμασιν αἰὲν ἐμόχθει Εὐριπ. Φοίν. 1549, ἔνθα ἴδε Πρόρσωνα.
French (Bailly abrégé)
-ποδος (ὁ, ἡ)
qui marche aveuglément, au hasard.
Étymologie: τυφλός, πούς.
Greek Monolingual
-οδος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει τυφλά πόδια, δηλαδή που περιπλανιέται χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].
Greek Monotonic
τυφλόπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει τυφλά πόδια, λέγεται για τον Οιδίποδα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυφλόπους -ποδος [τυφλός, πούς] met blindemans voet.
Russian (Dvoretsky)
τυφλόπους: 2, gen. ποδος идущий вслепую: τ. πούς Eur. нога слепца.