κληροδοσία: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κληροδοσία:''' ἡ распределение по жребию Diod.
|elrutext='''κληροδοσία:''' ἡ [[распределение по жребию]] Diod.
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληροδοσία Medium diacritics: κληροδοσία Low diacritics: κληροδοσία Capitals: ΚΛΗΡΟΔΟΣΙΑ
Transliteration A: klērodosía Transliteration B: klērodosia Transliteration C: klirodosia Beta Code: klhrodosi/a

English (LSJ)

ἡ, A distribution of land, LXX Ps.77(78).55, D.S.5.53.

German (Pape)

[Seite 1450] ἡ, Vertheilung durchs Loos, D. Sic. 5, 53; auch = die Erbschaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κληροδοσία: ἡ, ἡ διὰ κλήρου διανομή, Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.

Greek Monolingual

και κλεροδοσιά, η (AM κληροδοσία) κληροδότης
1. το να δίνει ένας κάτι με κλήρο, με κλήρωση
2. κληρονομιά
νεοελλ.
(νομ.)
1. περιουσιακή ωφέλεια που αποκτά κάποιος με διάταξη διαθήκης χωρίς να γίνεται κληρονόμος
2. η διάταξη της διαθήκης που περιέχει την κληροδοσία, καθώς και το σχετικό με αυτήν δικαίωμα του κληροδόχου
3. το αντικείμενο που κληροδοτείται
αρχ.
η διανομή γης, γεωργικών κλήρων.

Russian (Dvoretsky)

κληροδοσία:распределение по жребию Diod.