μενοινή: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μενοινή:''' ἡ желание, стремление Anth. | |elrutext='''μενοινή:''' ἡ [[желание]], [[стремление]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μενοινή]], ἡ,<br />[[eager]] [[desire]], Anth. [from [[μένος]] | |mdlsjtxt=[[μενοινή]], ἡ,<br />[[eager]] [[desire]], Anth. [from [[μένος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A eager desire, Call.Jou.90, A.R.1.894, AP11.350 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 133] ἡ (μένος, μενοινάω), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt προθυμία; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο τελέω Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.
Greek (Liddell-Scott)
μενοινή: ἡ, ἔνθερμος ἐπιθυμία, Καλλ. εἰς Δία 90, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 894, Ἀνθ. Π. 41. 350.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
pensée, désir.
Étymologie: μένος.
Greek Monolingual
μενοινή, ἡ (Α)
έντονη, θερμή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μενοινῶ «επιθυμώ σφοδρά, επιζητώ»].
Greek Monotonic
μενοινή: ἡ, σφοδρή επιθυμία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μενοινή: ἡ желание, стремление Anth.