Αἴγινα: Difference between revisions
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> Égina, <i>mère | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> Égina, <i>mère d'Éaque</i>;<br /><b>2</b> Égine, <i>île du golfe Saronique</i>. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 11:11, 23 August 2022
English (LSJ)
ης, ἡ, Aegina, Il., etc.:—hence Αἰγῑν-ήτης, ου, ὁ, fem. Αἰγῑν-ῆτις, ιδος, A an Aeginetan, ib., etc.
Greek (Liddell-Scott)
Αἴγῑνα: ης, ἡ Αἴγινα, Ἰλ., κτλ.· λέγεται καὶ Αἰγιναίη (δηλ. νῆσος), Ἡρόδ. 5. 86: - ἐντεῦθεν Αἰγινήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, ιδος, ἐξ Αἰγίνης, Ἡρόδ., κτλ.: - Ἐπίθ. Αἰγιναῖος, α, ον, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις», 2, καὶ ἀλλ.· ὀβολὸς Αἰγ., δραχμὴ Αἰγ., κτλ., Θουκ. 5. 47, κτλ. ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ.,,- ὡσαύτως Αἰγινητικός, ή, όν, Λουκ. Τίμ. 57, Παυσ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 Égina, mère d'Éaque;
2 Égine, île du golfe Saronique.
English (Slater)
Αἴγῑνα
a the island Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις (Boeckh: Αἰγίνᾳ, Αἴγινά codd.) (O. 7.86) ἐξένεπε δολιχήρετμον Αἴγιναν πάτραν (O. 8.20) Αἰγίνᾳ τε γὰρΝίσου τ' ἐν λόφῳ (P. 9.90) τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν (N. 3.3) ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.3) οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων (N. 7.50) Αἴγινανδιαπρεπέα νᾶσον (I. 5.43) Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8) Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν (I. 8.56) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1)
b a nymph, daughter of Asopos, mother of Aiakos by Zeus, mother of Menoitios by Aktor. υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον (O. 9.70) Αἴγινα φίλα μᾶτερ (P. 8.98) Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι (N. 4.22) Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον (N. 8.6) χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίν Αιγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (I. 8.16) ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσώπου ποτ ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (Ζεύς sc.) (Pae. 6.137)
Spanish (DGE)
(Αἴγῑνα) -ης, ἡ
• Alolema(s): -η h.Ap.31
• Morfología: [gen. -ας Pi.N.4.22, O.9.70, B.12.6; dat. -ᾳ Pi.P.9.90]
Egina
1 mit. ninfa hija de Asopo y madre de Éaco, Pi.O.9.70, Fr.52f.137, Hdt.5.80, E.IA 697, Pl.Grg.526e, Call.Fr.594.
2 isla del Egeo Il.2.562, h.Ap.31, Hes.Fr.204.47, B.13.78, A.Fr.404, Hdt.3.59, Ar.Ach.653, Pl.Alc.1.121b, Lg.707e, Grg.511d, X.HG 2.2.9, Isoc.19.31, D.20.76, Hell.Oxy.14.22.
Greek Monotonic
Αἴγῑνα: -ης, ἡ, η Αίγινα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, Αἰγιναίη (ενν. νῆσος), σε Ηρόδ.· απ' όπου· Αἰγινήτης, -ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, -ιδος, ο καταγόμενος από την Αίγινα, στον ίδ. κ.λπ.· επίθ. Αἰγιναῖος, -α, -ον, ο σχετικός με την Αίγινα, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Αἴγῑνα: ἡ Эгина
1) дочь Асопа, мать Эака и Менетия HH, Pind., Her., Plat.;
2) остров в Саронском заливе Hom., Pind., Her., Thuc., Arst., Plut., Anth.
Middle Liddell
Aegina, Il., etc.