αἱμώδης: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br /> | |btext=ης, ες:<br />d'un rouge sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ες, A bloody, blood-red, Luc.Syr.D.8. II having the teeth set on edge, Gal.14.523.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμώδης: -ες, (εἶδος) = αἱματώδης, ἐρυθρὸς ὡς τὸ αἷμα, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θ. 8. ΙΙ. ἐκ στομακάκης ὑποφέρων, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
d'un rouge sang.
Étymologie: αἷμα, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 de color rojo sangre Luc.Syr.D.8.
2 sangrante στόμα Gal.14.523.
3 formado por sangre, de sangre θρόμβοι Ps.Caes.29.8, cf. 139.84, ἡ σαρκικὴ καὶ αἱ. ποιότης Ps.Caes.188.13.
Greek Monotonic
αἱμώδης: -ες (εἶδος), αιματώδης, κόκκινος σαν αίμα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμώδης: Luc. = αἱματώδης.