μεταβλητικός: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> changeant ; <i>en parl. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> changeant ; <i>en parl. d'animaux</i> nomade;<br /><b>2</b> qui peut produire un changement;<br /><b>3</b> qui concerne les échanges ; ἡ μεταβλητική ([[τέχνη]]) <i>ou</i> τὸ μεταβλητικόν l’art des échanges, du commerce.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβλητός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:59, 23 August 2022
English (LSJ)
(Dor. μετα-βλᾱτικός [Philol.] 21, prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94), ή, όν, A for or in the way of exchange, ἡ [χρῆσις] ἡ μ. Arist.Pol.1257a9: ἡ -κή (sc. τέχνη) exchange, barter, Pl.Sph.223d, Arist.Pol.1258b21: τὸ -κόν (sc. γένος) Pl.Sph.224d. Adv. -κῶς Poll.4.51. II able to produce change, ἀρχή Arist.Metaph.1020a5, cf. 1013a32; δύναμις Ph.1.278; κίνησις S.E.M.9.195. 2 subject to change, Thphr.CP6.10.2; εἰς τἀναντία Arist.GC319a20; of animals, mobile, opp. μόνιμα, Id.HA487b6, cf. GA715a26.
German (Pape)
[Seite 145] ή, όν, das Umtauschen, Verändern betreffend; zum Tauschhandel gehörig, τὸ μεταβλητικὸν ἂν διά τε δωρεῶν καὶ ἀγοράσεων καὶ μισθώσεων, Plat. Soph. 219 d; ἡ μεταβλητική, der Tauschhandel, 223 d; Arist. polit. 1, 11 u. Sp. – Adv., Poll. 4, 51.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀνταλλαγήν, ἡ (χρῆσις) ἡ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 2· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ ἀνταλλαγή, τὸ ἐμπόριον, Πλάτ. Σοφ. 223D, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 1· οὕτω, τὸ -κὸν Πλάτ. Σοφ. 224D· ― Δωρ. μεταβλᾱτικός, Φιλόλαος ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 422· ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 51· ― πρβλ. μεταβολεύς, μεταβολή. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπενέγκῃ μεταβολήν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 2, 2, πρβλ. 4. 12, 12. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς μεταβολήν, εἰς τἀναντία ὁ αὐτ. περὶ Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 12, 12· ― ἐπὶ ζῴων, μεταβλητικὰ = μετατοπιστικά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μόνιμα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, π. Ζ. Γεν. 1. 1, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 changeant ; en parl. d'animaux nomade;
2 qui peut produire un changement;
3 qui concerne les échanges ; ἡ μεταβλητική (τέχνη) ou τὸ μεταβλητικόν l’art des échanges, du commerce.
Étymologie: μεταβλητός.
Greek Monolingual
μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, -ή, -όν (Α) μεταβλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή
2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός
3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεταβλητική (ενν. τέχνη)
η συναλλαγή, η εμπορία
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταβλητικόν
(ενν. γένος)
οι έμποροι, οι συναλλασσόμενοι
6. φρ. «μεταβλητικά ζῷα» — τα ζώα που μετατοπίζονται, που αλλάζουν τόπο, σε αντιδιαστολή προς τα μόνιμα.
επίρρ...
μεταβλητικῶς (Α)
με μεταβλητικό τρόπο, με τον τρόπο τών εμπόρων.
Greek Monotonic
μεταβλητικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται σε συναλλαγή, με το μέσο του εμπορίου, σε Αριστ.· ἡ μεταβλητική (ενν. τέχνη), συναλλαγή, εμπόριο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μεταβλητικός:
1) обменный, меновой: ἡ μεταβλητικὴ χρῆσις τοῦ κτήματος Arst. использование вещи для обмена;
2) изменчивый, меняющийся (εἰς τἀναντία Arst.);
3) (из)меняющийся (αἴτιον Arst.);
4) подвижной, передвигающийся, переходящий с места на место (τὰ μεταβλητικὰ τῶν ζῴων Arst.).
Middle Liddell
μεταβλητικός, ή, όν
by way of exchange, Arist.: ἡ μεταβλητική (sub. τέχνἠ exchange, barter, Plat.