νεαίρετος: Difference between revisions
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui vient | |btext=ος, ον :<br />qui vient d'être pris.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[αἱρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:02, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, A newly taken, θήρ A.Ag.1063; πόλις ib.1065; βούβαλις Id.Fr.330.
German (Pape)
[Seite 234] neuerdings, eben erst gefangen, erobert, θήρ, πόλις, Aesch. Ag. 1033. 1035.
Greek (Liddell-Scott)
νεαίρετος: -ον, νεωστὶ συλληφθείς, κυριευθείς, θὴρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1063· πόλις αὐτόθι 1065· βούβαλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 316.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient d'être pris.
Étymologie: νέος, αἱρέω.
Greek Monolingual
νεαίρετος, -ον (Α)
αυτός που κυριεύθηκε μόλις πριν από λίγο ή αυτός που συνελήφθη πρόσφατα («πόλιν νεαίρετον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αιρετος (< αἱρῶ «κυριεύω»)].
Greek Monotonic
νεαίρετος: -ον, αυτός που έχει πρόσφατα συλληφθεί, που έχει κυριευθεί, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νε-αίρετος, ον
newly taken, Aesch.