ἀλλοτριοπραγμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />ingérence dans les affaires d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλότριος]], [[πρᾶγμα]].
|btext=ης (ἡ) :<br />ingérence dans les affaires d'autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλότριος]], [[πρᾶγμα]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:45, 23 August 2022

English (LSJ)

ἡ, A meddlesomeness, Pl.R.444b, Procl. in Alc.p.14 C.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, neben πολυπραγμοσύνη, = -πραγία, Plat. Rep. IV, 144 b.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ingérence dans les affaires d'autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πρᾶγμα.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
intromisión ἀλλοτριοπραγμοσύνην ... μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.R.444b, ἀπὸ τῆς εἰς τὰ ἔξω βλεπούσης ὁρμῆς καὶ τῆς ἀλλοτριοπραγμοσύνης Procl.in Alc.14.

Greek Monolingual

ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) ἀλλοτριοπράγμων
η αλλοτριοπραγία.

Greek Monotonic

ἀλλοτριοπραγμοσύνη: ἡ (πρᾶγμα), ανάμειξη σε ξένες υποθέσεις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριοπραγμοσύνη: ἡ Plat. = ἀλλοτριοπραγία.

Middle Liddell

πρᾶγμα
a meddling with other people's business, Plat.