πολισσόος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polissoos
|Transliteration C=polissoos
|Beta Code=polisso/os
|Beta Code=polisso/os
|Definition=ον, (σῴζω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[guarding a city]] or [[cities]], h.Mart.2.</span>
|Definition=ον, (σῴζω) [[guarding a city]] or [[cities]], h.Mart.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολισσόος Medium diacritics: πολισσόος Low diacritics: πολισσόος Capitals: ΠΟΛΙΣΣΟΟΣ
Transliteration A: polissóos Transliteration B: polissoos Transliteration C: polissoos Beta Code: polisso/os

English (LSJ)

ον, (σῴζω) guarding a city or cities, h.Mart.2.

German (Pape)

[Seite 656] Stadt rettend, beschützend; H. h. 7, 2; Orph. H. 88, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολισσόος: -ον, (σῴζω) ὁ σῴζων, φυλάττων πόλιν ἢ πόλεις, Ὕμν. Ὁμ. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sauve la cité.
Étymologie: πόλις, σῴζω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φυλάγει πόλη ή πόλεις, προστάτης πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -σσόος (< σόος, επ. τ. του επιθ. σῶος «ασφαλής, υγιής»), πρβλ. νηο-(σ)σόος, ξενο-σσόος. Τα συνθ. αυτού του τύπου έχουν δεχθεί την επίδραση τών συνθ. σε -σόος (< σευομαι)].

Greek Monotonic

πολισσόος: -ον (σῴζω), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

πολισσόος: охраняющий города (Ἄρης HH).

Middle Liddell

πολισ-σόος, ον, σώζω
guarding cities, Hhymn.