πολυμιξία: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polymiksia | |Transliteration C=polymiksia | ||
|Beta Code=polumici/a | |Beta Code=polumici/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[πολυμιγία]], αἱ π. τῶν σπερμάτων <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>250</span> (= Metrod.<span class="title">Fr.</span>1). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, = πολυμιγία, αἱ π. τῶν σπερμάτων Epicur.Fr.250 (= Metrod.Fr.1).
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, = πολυμιγία, Plut. adv. Colot. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. πολυμιγία.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύμικτος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού
μσν.
1. πολυγαμία
2. κακοφωνία από πολλές φωνές
μσν.-αρχ.
1. πολυμιγία, ανάμιξη διαφορετικών συστατικών
2. μίξη, συνεύρεση με πολλά θηλυκά άτομα.
Russian (Dvoretsky)
πολυμιξία: ἡ Plut. = πολυμιγία.