συμπλέω: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympleo | |Transliteration C=sympleo | ||
|Beta Code=sumple/w | |Beta Code=sumple/w | ||
|Definition= | |Definition=[[sail in company with]], τινι <span class="bibl">Hdt.4.149</span>, <span class="bibl">5.46</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>102</span>; ἐν τῇ Ἀργοῖ <span class="bibl">Hdt.4.179</span>; μετὰ τῶν ὁλκάδων <span class="bibl">Th.6.44</span>: abs., <span class="bibl">Id.1.27</span>, <span class="bibl">Antipho 5.20</span>, prob. in <span class="title">IG</span>12.99.10; τῶν συμπλεόντων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>511e</span>; συμπλέοντες ναῦται <span class="title">IG</span>3.236: metaph., σ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι <span class="bibl">E. <span class="title">HF</span>1225</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:40, 23 August 2022
English (LSJ)
sail in company with, τινι Hdt.4.149, 5.46, E.IA102; ἐν τῇ Ἀργοῖ Hdt.4.179; μετὰ τῶν ὁλκάδων Th.6.44: abs., Id.1.27, Antipho 5.20, prob. in IG12.99.10; τῶν συμπλεόντων Pl.Grg.511e; συμπλέοντες ναῦται IG3.236: metaph., σ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι E. HF1225.
German (Pape)
[Seite 988] (s. πλέω), mit, zusammen schiffen, Ἀχαιοῖς, mit den Achäern, Eur. I. A. 102; συμπλεύσομαι, Hel. 1073; Her. 4, 149; Plat. Gorg. 511 e; Thuc. 1, 27.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι· Ἰων. -πλώω, -πλώσομαι· ― πλέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 149., 5. 46, Εὐρ. Ι. Α, 102, Ἀντιφῶν 131. 40, Θουκ., κλπ.· ἐν τῇ Ἀργῷ Ἡρόδ. 4. 179· μετὰ τῶν ὁλκάδων Θουκυδ. 6. 44, ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 27· τῶν συμπλεόντων Πλάτ. Γοργ. 511Ε· συμπλέοντες ναῦται Συλλ. Ἐπιγρ. 495· μεταφ., ξ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1225.
French (Bailly abrégé)
naviguer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλέω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α πλέω / πλώω
1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα
2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο
3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον.
Greek Monotonic
συμπλέω: μέλ. -πλεύσομαι· Ιων. -πλώω, -πλώσομαι· πλέω, αρμενίζω από κοινού με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπλέω: ион. συμπλώω (fut. συμπλεύσομαι - ион. συμπλώσομαι) плыть вместе, совершать совместное плавание (τινι Her., Eur. и μετά τινος Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πλέω, Att. ξυμπλέω, samen varen, meevaren; met dat. met iem.. Eur. HF 1225.
Middle Liddell
fut. -πλεύσομαι ionic -πλώω, -πλώσομαι
to sail in company with, τινί Hdt., etc.; absol., Thuc.