συνέταιρος: Difference between revisions
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synetairos | |Transliteration C=synetairos | ||
|Beta Code=sune/tairos | |Beta Code=sune/tairos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[companion]], [[partner]], [[comrade]], <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>20a5</span>, <span class="bibl">Hdt.7.193</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Jd.</span>15.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Da.</span>2.17</span>, <span class="title">Supp.Epigr.</span>1.572.7 (Egypt): fem. συνεταιρ-ίς, ίδος, <span class="bibl">Erinn. 5.7</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Jd.</span>11.37</span>, <span class="bibl">Ph.1.194</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:45, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, companion, partner, comrade, Sapph.Supp.20a5, Hdt.7.193, LXX Jd.15.2, Da.2.17, Supp.Epigr.1.572.7 (Egypt): fem. συνεταιρ-ίς, ίδος, Erinn. 5.7, LXX Jd.11.37, Ph.1.194.
German (Pape)
[Seite 1021] ὁ, Mitgesell, Genosse, Kamerad; Her. 7, 193; Anacr. 53, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συνέταιρος: ὁ, σύντροφος, μέτοχος, φίλος, Ἡρόδ. 7. 139, Ἑβδ. (Γένεσ. ΚϚ΄, 26, Δανιὴλ Β΄, 14)· θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Ἤριννα Μυτιλην. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 7, 710. ― Ἴδε Κόντον ἐν Λογόῳ Ἑρμῇ τ. Ε΄, τεῦχ. Α΄, σ. 71.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
compagnon, camarade.
Étymologie: σύν, ἑταῖρος.
Greek Monolingual
ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, -ίδος, Α
νεοελλ.
1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση
2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» — μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία
μσν.-αρχ.
σύντροφος, φίλος ή συνάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἑταῖρος «φίλος, σύντροφος»].
Greek Monotonic
συνέταιρος: ὁ, σύντροφος, συνάδελφος, εταίρος, φίλος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
συνέταιρος: ὁ сотоварищ Her., Anacr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-έταιρος -ου, ὁ makker, metgezel.