σωστός: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sostos | |Transliteration C=sostos | ||
|Beta Code=swsto/s | |Beta Code=swsto/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[safe]], πλοῖον <span class="bibl">Apollon.<span class="title">Mir.</span>6</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, safe, πλοῖον Apollon.Mir.6.
German (Pape)
[Seite 1061] gerettet, erhalten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σωστός: -ή, -όν, σεσωσμένος, σῶος, πλοῖον Ἀπολλώνιος περὶ Κατεψευσμένης Ἱστορίας 6· ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
-ή, -ό, ΝΑ
νεοελλ.
1. άρτιος, χωρίς ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό είναι το ποσό» β. «σωστά τα μέλη αν έχει, γή όμορφος γή άσκημος», Ερωτόκρ.)
2. ακριβής, πλήρης («μια σωστή δουλειά δεν κάνει»)
3. ορθός (α. «σωστό το συμπέρασμα» β. «δεν ακολούθησε σωστή θεραπεία»)
4. (για πρόσ.) ευθύς, ακέραιος χαρακτήρας («σωστός άνθρωπος»)
5. το ουδ. ως ουσ. το σωστό
δίκαιος, ορθός λόγος, δίκαιη, ορθή ενέργεια, πράξη, στάση, συμπεριφορά
6. φρ. α) «το σωστό σωστό» — η αλήθεια πρέπει να λέγεται
β) «δεν είναι με τα σωστά του» — παραλογίζεται, λέει ανοησίες
γ) «με τα σωστά σου μιλάς;» — μιλάς σοβαρά ή αστειεύεσαι;
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω με δυσερμήνευτο -σ- + κατάλ. τών ρηματ. επιθ. -τός].