ψαλμῳδία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psalmodia
|Transliteration C=psalmodia
|Beta Code=yalmw&#x007C;di/a
|Beta Code=yalmw&#x007C;di/a
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[singing to the harp]], Aristid.2.310J.</span>
|Definition=[[singing to the harp]], Aristid.2.310J.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 20:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαλμῳδία Medium diacritics: ψαλμῳδία Low diacritics: ψαλμωδία Capitals: ΨΑΛΜΩΔΙΑ
Transliteration A: psalmōidía Transliteration B: psalmōdia Transliteration C: psalmodia Beta Code: yalmw|di/a

English (LSJ)

singing to the harp, Aristid.2.310J.

German (Pape)

[Seite 1391] ἡ, das Singen von Psalmen, Lobliedern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψαλμῳδία: ἡ, τὸ ᾄδειν πρὸς κιθάραν, Ἀριστείδ. 2. 310. 2) σύνθεσις ψαλμῶν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, Γρηγ. Ναζ. κλπ.

Greek Monolingual

η / ψαλμῳδία, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψαλμουδιά Ν ψαλμῳδός
εκκλησιαστικό άσμα, ψαλμός
νεοελλ.
1. ο τρόπος με τον οποίο ψάλλει κανείς τους θρησκευτικούς ύμνους («η ψαλμωδία του συγκίνησε τους πιστούς»)
2. μτφ. επίμονο παράπονο που μπορεί να συνοδεύεται από κλάμα, κλάψα
νεοελλ.-μσν.
το να ψάλλει κανείς εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλσιμο
μσν.-αρχ.
η σύνθεση ψαλμών
αρχ.
εκτέλεση άσματος με τη συνοδεία έγχορδου μουσικού οργάνου.