διορία: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioria
|Transliteration C=dioria
|Beta Code=diori/a
|Beta Code=diori/a
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[διωρία]].</span>
|Definition=v. [[διωρία]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 22:46, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορία Medium diacritics: διορία Low diacritics: διορία Capitals: ΔΙΟΡΙΑ
Transliteration A: dioría Transliteration B: dioria Transliteration C: dioria Beta Code: diori/a

English (LSJ)

v. διωρία.

Spanish (DGE)

v. 2 διωρία.

Greek Monolingual

η (AM διορία, Α και διωρία)
καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία
μσν.
κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α+ -ορία < -ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α+ -ωρία < -ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί όρος].