δραπετικός: Difference between revisions
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=drapetikos | |Transliteration C=drapetikos | ||
|Beta Code=drapetiko/s | |Beta Code=drapetiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[of]] or for a <b class="b3">δραπέτης, δ. θρίαμβος</b> a triumph [[over runaway slaves]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>31</span>; δ. σώματα <span class="title">CIG</span>2554.102 (Crete); <b class="b3">δραπετικοί, οἱ,</b> <span class="title">IG</span>5(1).1390.83 (Andania); of a slave, [[likely to run away]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>887.5</span> (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for a δραπέτης, δ. θρίαμβος a triumph over runaway slaves, Plu.Pomp.31; δ. σώματα CIG2554.102 (Crete); δραπετικοί, οἱ, IG5(1).1390.83 (Andania); of a slave, likely to run away, BGU887.5 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 665] den Flüchtling, den entlaufenen Sklaven betreffend; θρίαμβος, ein Triumph über solche, Plut. Pomp. 31.
Greek (Liddell-Scott)
δραπετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δραπέτην, δρ. θρίαμβος, θρίαμβος ἀπὸ δραπετῶν δούλων, Πλούτ. Πομπ. 31· δρ. σώματα Ἐπιγρ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 102.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les esclaves fugitifs.
Étymologie: δραπέτης.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1fugitivo, fugado δραπετικὰ σώματα esclavos fugitivos, IRhod.Per.357.9 (II a.C.), cf. ICr.1.16.5.50 (Lato II a.C.), δ. θρίαμβος triunfo sobre los esclavos fugitivos e.d. por la guerra de los esclavos, Plu.Pomp.31
•subst. ὁ δ. esclavo fugitivo, IG 5(1).1390.83 (Andania I a.C.).
2 de esclavos proclive a escaparse κοράσιον ... μήτε ῥέ[μβ] ον μήτε δραπετικόν BGU 887.5, cf. PTurner 22.4 (ambos II d.C.)
•subst. τὸ δ. proclividad a huir Elias in Cat.212.29.
II adv. -ῶς de forma fugitiva glos. a δραπετίνδα Hsch.
Greek Monolingual
δραπετικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δραπέτη
2. (για δούλο) αυτός που παρουσιάζει τάσεις φυγής, επιρρεπής σε δραπέτευση.
Greek Monotonic
δρᾱπετικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δραπέτη, δρ.θρίαμβος, θρίαμβος δραπέτη δούλου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δρᾱπετικός: касающийся беглых (рабов): δ. θρίαμβος Plut. триумф (Красса) по поводу победы в Невольнической войне.
Middle Liddell
δρᾱπετικός, ή, όν adj
of or for a δραπέτης, δρ. θρίαμβος a triumph over a runaway slave, Plut.