κοτεινός: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koteinos | |Transliteration C=koteinos | ||
|Beta Code=koteino/s | |Beta Code=koteino/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, = [[κοτήεις]], cj. for [[σκοτεινόν]] in <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>7.61</span> Boeckh. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 02:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, = κοτήεις, cj. for σκοτεινόν in Pi.N.7.61 Boeckh.
Greek (Liddell-Scott)
κοτεινός: -ή, -όν, = κοτήεις, κατὰ Böckh ἐν Πινδ. Ν. 7. 90 (61), ἐπειδὴ τό σκοτεινὸν εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὁ Bgk. κελαινόν.
Greek Monolingual
κοτεινός, -ή, -όν (Α)
κοτήεις, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -εινός (πρβλ. σκοτεινός, υγιεινός)].
Russian (Dvoretsky)
κοτεινός: гневный, злобный (ψόγος Pind. - v.l. к σκοτεινός).