χειριδωτός: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή -ό / [[χειριδωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειριδοῦμαι]]<br />(για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει [[μανίκια]] (α. [[χειριδωτός]] [[μανδύας]]» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. χιτῶνα | |mltxt=-ή -ό / [[χειριδωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειριδοῦμαι]]<br />(για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει [[μανίκια]] (α. [[χειριδωτός]] [[μανδύας]]» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. χιτῶνα γυναικεῖον χειριδωτόν», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει χέρια. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:23, 24 August 2022
English (LSJ)
όν, A sleeved, κιθών as worn by Asiatics, Hdt.7.61, cf.PTeb.46.34 (ii B.C.), Philostr.Im.1.28, Hdn.5.3.6; of the Gallic χιτὼν σχιστός, Str.4.4.3. II having hands, Suid.
German (Pape)
[Seite 1345] mit Aermeln versehen, κιτών, ein Unterkleid mit Aermeln, Her. 7, 61. Vgl. ἐξωμίς.
Greek (Liddell-Scott)
χειριδωτός: -όν, ὁ ἔχων χειρῖδας, «μανίκια», κιθὼν (Ἀττ. χιτὼν) χειριδωτός, οἷον ἦν παρὰ τοῖς Ἀσιανοῖς, manuleata παρὰ Πλαύτῳ, Ἡρόδ. 7. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 804, Ἡρόδ. 5. 3· ἐπὶ τοῦ σχιστοῦ χιτῶνος τῶν Γαλατῶν, Στράβ. 196· πρβλ. καρπωτός· - πρβλ. καὶ ἐξωμίς.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
garni de manches.
Étymologie: χειρίς.
Greek Monolingual
-ή -ό / χειριδωτός, -ή, -όν, ΝΑ χειριδοῦμαι
(για ένδυμα) αυτός που έχει μανίκια (α. χειριδωτός μανδύας» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», Ηρόδ.
γ. χιτῶνα γυναικεῖον χειριδωτόν», πάπ.)
αρχ.
αυτός που έχει χέρια.
Greek Monotonic
χειριδωτός: -όν, αυτός που έχει μανίκια, κιθὼν χειριδωτός, λέξη από τους Ασιάτες, σε Ηρόδ.· πρβλ. ἐξωμίς.
Russian (Dvoretsky)
χειρῑδωτός: χειρίς 2] имеющий рукава (κιθών Her.).
Middle Liddell
χειριδωτός, όν
having sleeves, sleeved, κιθὼν χειριδωτός, worn by Asiatics, Hdt.; cf. ἐξωμίς.