εὔεικτος: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyeiktos | |Transliteration C=eyeiktos | ||
|Beta Code=eu)/eiktos | |Beta Code=eu)/eiktos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[pliant]], [[tractable]], <span class="bibl">D.C.69.20</span> (Zonar., [[εὔοικτος]] ([[quod vide|q.v.]]) codd.); [[soft]], [[yielding]], <b class="b3">τὰ εὔ</b>. <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.23</span>, cf. <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>51</span> ([[εὔθικτος]] codd.); of abscesses, <span class="bibl">Paul.Aeg.4.18</span>: Comp. -ότερος, gloss on [[λειότερος]], Sch.<span class="bibl">Orib.49.3.5</span>. Adv. -[[τως]] (<b class="b3">-τῶς</b> cod.) [[falsa lectio|f.l.]] for [[εὐεκτικῶς]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:37, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, pliant, tractable, D.C.69.20 (Zonar., εὔοικτος (q.v.) codd.); soft, yielding, τὰ εὔ. Alex.Aphr.Pr.2.23, cf. Heraclit.All.51 (εὔθικτος codd.); of abscesses, Paul.Aeg.4.18: Comp. -ότερος, gloss on λειότερος, Sch.Orib.49.3.5. Adv. -τως (-τῶς cod.) f.l. for εὐεκτικῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1063] leicht nachgebend, fügsam, D. Cass. 69, 20 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔεικτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, εὐπειθής, Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37.
Greek Monolingual
εὔεικτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που υπακούει εύκολα, ο ευπειθής, ο πειθήνιος
2. αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο μαλακός, ο ενδοτικός
μσν.
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.)
2. (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔεικτον
η υποχωρητικότητα.
επίρρ...
εὐείκτως (ΑΜ)
υπάκουα, πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικτός (< είκω «υποχωρώ, υπακούω»)].