ἰουλοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iouloforos | |Transliteration C=iouloforos | ||
|Beta Code=i)oulofo/ros | |Beta Code=i)oulofo/ros | ||
|Definition=[ῐ], ον, | |Definition=[ῐ], ον, [[downy]], [[γένυς]] Demitsas [[Μακεδ]].No.410 (Thessalonica, ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:54, 24 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, downy, γένυς Demitsas Μακεδ.No.410 (Thessalonica, ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰουλοφόρος: -ον, φέρων ἰούλους, ἀμφὶ γένυν χνοάων πρῶτον ἰουλοφόρον Ἐπιγρ. Θεσσαλ. ἔμμετρος, Mém. sur une mis. au mont Athos σ. 22.
Greek Monolingual
ο (Α ἰουλοφόρος, -ον)
αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα
φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιοφόρος, τροχοφόρος.