ὑπερκύδας: Difference between revisions
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperkydas | |Transliteration C=yperkydas | ||
|Beta Code=u(perku/das | |Beta Code=u(perku/das | ||
|Definition=[κῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) | |Definition=[κῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) [[exceedingly famous]] or [[renowned]], only found in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς <span class="bibl">Il.4.66</span>,<span class="bibl">71</span>; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>510</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:05, 24 August 2022
English (LSJ)
[κῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) exceedingly famous or renowned, only found in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il.4.66,71; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes.Th.510.
German (Pape)
[Seite 1198] αντος, ὁ, der über alle berühmte, überaus ruhmvoll, nur im acc. sing. und acc. plur. vorkommend, ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il. 4, 66. 71, ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes. Th. 510. Einige betrachteten es als dor. Zusammenziehung aus ὑπερκυδήεις, ὑπερκυδήεντος, ὑπερκυδῆντος, vgl. ἀργῆς, ἀργᾶς, τιμᾶς, dann müßte aber ὑπερκυδᾶντας accentuirt werden, vgl. Spitzner not. crit. zur Il. 4, 66.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκύδας: [ῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) ὁ ἔχων μέγα κῦδος, περίφημος, σφόδρα εὐκλεής, λίαν ἀνδρεῖος, μόνον κατ’ αἰτ., ὑπερκύδαντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Δ. 66, 71· ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Ἡσ. Θεογ. 510· - ἂν ληφθῇ ὡς συνῃρ. ἐκ τοῦ ὑπερκυδήεις, ὡς τὸ ἀργᾶς, φωνᾶς (ἐκ τοῦ ἀργήεις, φωνήεις), γραπτεόν ὑπερκυδᾶς, ᾶντα, ᾶντας· ἀλλ’ οὐδεμία μαρτυρία τούτου ὑπάρχει, Spitzn. εἰς Ἰλ. Δ. 66. - Κατὰ τὸν Σχολιαστ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπεράραντας τῇ δόξῃ διὰ τὴν τοῦ Μενελάου νίκην», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπερέχοντας τῇ δόξῃ, ὑπερενδόξους γενομένους».
French (Bailly abrégé)
αντος;
adj. m.
très célèbre, glorieux.
Étymologie: ὑπέρ, κῦδος ; pê dor. c. *ὑπερκύδης.
Greek Monolingual
-αντος, ὁ, Α
υπερένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. -ας, -αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας].
Greek Monotonic
ὑπερκύδας: [ῡ], -αντος, ὁ (κῦδος), υπερβολικά ξακουστός, περίφημος ή πασίγνωστος, μόνο σε αιτ., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπερκύδαντα Μενοίτιον, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκύδας: ύδαντος (ῡ) adj. (только acc.) весьма славный, прославленный (Ἀχαιοί Hom.; Μενοίτιος Hes.).
Middle Liddell
ὑ¯περ-κύδας, αντος, κῦδος
exceeding famous or renowned, only in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il.; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes.
Frisk Etymology German
ὑπερκύδας: {huperkúdas}
See also: s. κῦδος.
Page 2,968