πολύβοσκος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́")
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠβοσκος
|Full diacritics=πολῠ́βοσκος
|Medium diacritics=πολύβοσκος
|Medium diacritics=πολύβοσκος
|Low diacritics=πολύβοσκος
|Low diacritics=πολύβοσκος

Revision as of 09:15, 31 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βοσκος Medium diacritics: πολύβοσκος Low diacritics: πολύβοσκος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: polýboskos Transliteration B: polyboskos Transliteration C: polyvoskos Beta Code: polu/boskos

English (LSJ)

ον, (βόσκω) much-nourishing, γαῖα Pi.O.7.63.

German (Pape)

[Seite 660] viel weidend, nährend, γαῖα Pind. Ol. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβοσκος: -ον, (βόσκω) ὁ πολλὴν βοσκὴν παρέχων, πολλοὺς τρέφων, γαῖα Πινδ. Ο. 7. 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit beaucoup d'êtres.
Étymologie: πολύς, βόσκω.

English (Slater)

πολῠβοσκος, -ον
   1 productive πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που παρέχει πολλή βοσκή
2. αυτός που παρέχει βοσκή σε πολλούς
3. αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («πολύβοσκος γαῖα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βοσκος (< βοσκός), πρβλ. κραιπαλό-βοσκος].

Greek Monotonic

πολύβοσκος: -ον (βόσκω), αυτός που προσφέρει άφθονη βοσκή, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύβοσκος: питающий многих (γαῖα Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύβοσκος -ον [πολύς, βόσκω] velen voedend.

Middle Liddell

πολύ-βοσκος, ον, βόσκω
much-nourishing, Pind.