κατάρτυσις: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάρτῡσις:''' εως ἡ воспитание, обучение, дрессировка (τῶν ἵππων Plut.).
|elrutext='''κατάρτῡσις:''' εως ἡ [[воспитание]], [[обучение]], [[дрессировка]] (τῶν ἵππων Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur.
|elnltext=κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur.
}}
}}

Revision as of 15:10, 2 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρτῡσις Medium diacritics: κατάρτυσις Low diacritics: κατάρτυσις Capitals: ΚΑΤΑΡΤΥΣΙΣ
Transliteration A: katártysis Transliteration B: katartysis Transliteration C: katartysis Beta Code: kata/rtusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A training, discipline, παιδεία καὶ κ. Plu.Them.2; ψυχῶν Iamb.VP16.68, cf. 20.95. 2 = confectio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Erziehung, Sp.; von Pferden, Dressur, Plut. Them. 2.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρτῡσις: -εως, ἡ, (καταρτύω), κατάρτισις (ὃ ἴδε), Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68 καὶ 95.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'élever, de former, de dresser, de discipliner.
Étymologie: καταρτύω.

Greek Monolingual

κατάρτυσις, ἡ (Α) καταρτύω
1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.)
2. η επεξεργασία, η κατασκευή.

Russian (Dvoretsky)

κατάρτῡσις: εως ἡ воспитание, обучение, дрессировка (τῶν ἵππων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur.