κτίστωρ: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[κτίστωρ]] | |sltr=[[κτίστωρ]] [[founder]] κτίστορ Αἴτνας Hieron. fr. 105. 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:35, 3 September 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, = κτίστης, Αἴτνας Pi.Fr.105; Ἀσιάδος χθονός E.Ion 74; ὁ τῆς στοᾶς κ., of Zeno, Ath.9.370c; ἀγαθῶν… εὑρετὴν καὶ κτίστορα Diph.(?)138.
German (Pape)
[Seite 1520] ορος, ὁ, = κτιστής; Ἀσιάδος χθονός Eur. Ion 74; Αἴτνας Pind. bei Ar. Av. 926; Sp.; auch Ζήνων ὁ τῆς στοᾶς κτίστωρ, Ath. IX, 370 c.
Greek (Liddell-Scott)
κτίστωρ: -ορος, ὁ, = κτίστης, Αἴτνας Πινδ. Ἀποσπ. 71· Ἀσιάδος χθονὸς Εὐρ. Ἴων 74· ὁ τῆς στοᾶς κτ., ἐπὶ τοῦ Ζήνωνος, Ἀθήν. 370C· ἀγαθῶν... εὑρετὴν καὶ κτίστορα Δίφιλ. (;) ἐν Ἀδήλ. 52.
English (Slater)
κτίστωρ founder κτίστορ Αἴτνας Hieron. fr. 105. 3.
Greek Monolingual
κτίστωρ, -ορος, ὁ (Α) κτίζω
κτίστης, δημιουργός, ιδρυτής, θεμελιωτής.
Greek Monotonic
κτίστωρ: -ορος, ὁ = κτίστης, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτίστωρ -ορος, ὁ [κτίζω] stichter.
Russian (Dvoretsky)
κτίστωρ: ορος ὁ
1) основатель: κ. Αἴτνας Pind. основатель Этны (впосл. Катаны), т. е. Гиерон Старший;
2) колонизатор, поселенец (Ἀσιάδος χθονός Eur.).
Middle Liddell
κτίστωρ, ορος, = κτίστης, Eur.]