ὀπιθόμβροτος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὀπῐθόμβροτος | |sltr=<b>ὀπῐθόμβροτος</b> [[that]] follows [[after]] men ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] [[δόξας]] [[οἶον]] ἀποιχομένων [[ἀνδρῶν]] δίαιταν μανύει (P. 1.92) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 3 September 2022
English (LSJ)
ον, poet. for ὀπισθόμβροτος, following a mortal, ὀ. αὔχημα the glory that lives after men, Pi.P.1.92.
German (Pape)
[Seite 357] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, αὔχημα, der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. αὔχημα, ἡ δόξα ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui survit aux mortels.
Étymologie: ὄπιθε, βροτός.
English (Slater)
ὀπῐθόμβροτος that follows after men ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)
Greek Monolingual
ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος, μελά-μβροτος].
Greek Monotonic
ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. αντί ὀπισθό-μβροτος, -ον, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον αὔχημα, δόξα που διαρκεί και μετά τον θάνατο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπιθόμβροτος: переживающий смертных, посмертный (αὔχημα Pind.).
Middle Liddell
ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]
following a mortal, ὀπιθ. αὔχημα glory that lives after men, Pind.