αὐτοκρατορικός: Difference between revisions
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de l'empereur, impérial;<br /><b>2</b> indépendant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοκράτωρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:00, 5 September 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for the Imperator, ἐσθής D.H.8.59, cf. Gal.8.355, BGU970.23 (ii A. D.), etc. Adv. -κῶς despotically, Plu. Ant.15.
German (Pape)
[Seite 398] zum Selbstherrscher, Kaiser gehörig, ἀρχή, Kaiserherrschaft, Herodian. 7, 10, 12; ἐσθής Dion. Hal. 8, 59, Kleid des Imperators. – Adv., wie ein αὐτοκράτωρ, Plut. Anton. 15.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκρᾰτορικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ εἰς τὸν αὐτοκράτορα ἀνήκων, ἢ διὰ τὸν αὐτοκράτορα ἁρμόδιος, Διον. Ἁλ. 8. 59. 2) ἐλεύθερος, αὐτεξούσιος, Κλήμ. Ἀλ. 434. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, δεσποτικῶς, Πλουτ. Ἀντ. 15.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de l'empereur, impérial;
2 indépendant.
Étymologie: αὐτοκράτωρ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1imperial ἐσθής D.H.8.59, σφράγισμα D.C.66.2.2, οἰκέται Gal.8.355, cf. 12.445, διατάξεις BGU 970.23 (II d.C.).
2 absoluto ἐξουσία Gr.Nyss.Ref.Eun.p.370.14.
3 que depende de su libre voluntad τὴν αἵρησιν καὶ φυγὴν δεδόσθαι τοῖς ἀνθρώποις αὐτοκρατορικήν Clem.Al.Strom.2.4.12.
II adv. -ῶς
1 despóticamente πράττειν αὐ. Plu.Ant.15.
2 libremente αὐ. ἄγειν Gr.Nyss.Hom.in Cant.2.1.6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM αὐτοκρατορικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα
νεοελλ.
αυτός που αρμόζει σε αυτοκράτορα
2. «αυτοκρατορική ιδέα» — η πολιτειολογική άποψη για τη μοναδικότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας σε ολόκληρη την οικουμένη
αρχ.
ελεύθερος, αυτεξούσιος.
Greek Monotonic
αὐτοκρᾰτορικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν αυτοκράτορα· επίρρ. -κῶς, δεσποτικώς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[From αὐτοκράτωρ
of or for an autocrat: adv. -κῶς, despotically, Plut.