τιθασεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> apprivoiser ; <i>en parl. d'une plante</i> faire passer de l’état sauvage à l’état cultivé, cultiver ; <i>en parl. de l’homme</i> rendre sociable, civiliser, polir;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> gagner, se concilier;<br /><b>2</b> adoucir, calmer.<br />'''Étymologie:''' [[τιθασός]].
|btext=<b>I.</b> apprivoiser ; <i>en parl. d'une plante</i> faire passer de l'état sauvage à l'état cultivé, cultiver ; <i>en parl. de l'homme</i> rendre sociable, civiliser, polir;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> gagner, se concilier;<br /><b>2</b> adoucir, calmer.<br />'''Étymologie:''' [[τιθασός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:35, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθᾰσεύω Medium diacritics: τιθασεύω Low diacritics: τιθασεύω Capitals: ΤΙΘΑΣΕΥΩ
Transliteration A: tithaseúō Transliteration B: tithaseuō Transliteration C: tithaseyo Beta Code: tiqaseu/w

English (LSJ)

A tame, domesticate, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Pl.R.589b; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων X.Mem.4.3.10:—Pass., τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Arist.HA610a29, cf. GA756b22. 2 metaph., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες D.3.31; τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας Phld.Lib.p.40 O.; τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ. Gal.19.211:—Pass., [ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο X.Oec.7.10, cf. Pl.Plt.264a; of a disease, become milder, Ruf. ap. Aët.11.29. 3 of trees, cultivate, [κοτίνους] εἰς ἐλαίας ἐξημεροῦντες καὶ τ. Plu.Fab.20. Cf. τιθασός fin.

German (Pape)

[Seite 1109] zähmen, bes. Thiere zu Hausthieren machen; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζώων, Xen. Mem. 4, 3, 10; τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τιθασεύων, Plat. Rep. IX, 589 b; Polit. 264 b; auch von Gewächsen, sie im Garten ziehen, veredlen, Plut. Fab. Max. 20; übertr. τιθασεύουσι χειροήθεις αὑτοῖς ποιοῦντες, Dem. 3, 31; Sp., wie Plut. Dem. 17, χάρισι τὸν ὄχλον, Cat. min. 33; τὸν τοὺς χειροήθεις κόρακας τιθασεύοντα, Alciphr. 3, 66.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσεύω: καθιστῶ τιθασόν, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Πλάτ. Πολ. 589Β· τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10. - Παθ., τιθασεύεται ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 3, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2. 2) μεταφορ., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες Δημ. 37. 9. - Παθ., ἡ γυνὴ ἐτιθασεύετο Ξεν. Οἰκ. 7, 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 264Α. 3) ἐπὶ δένδρων, καθιστῶ αὐτὸ τιθασόν, καλλιεργῶ αὐτό, κοτίνους εἰς συκᾶς ἐξημεροῦντες καὶ τ. Πλουτ. Φάβ. 20. Πρβλ. τιθασὸς ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

I. apprivoiser ; en parl. d'une plante faire passer de l'état sauvage à l'état cultivé, cultiver ; en parl. de l'homme rendre sociable, civiliser, polir;
II. p. ext.
1 gagner, se concilier;
2 adoucir, calmer.
Étymologie: τιθασός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τιθασός
1. (σχετικά με ζώα, ιδίως άγρια) εξημερώνω, δαμάζω
2. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) υποτάσσω κάποιον στη θέλησή μου, τον κάνω υποχείριό μου («ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο», Ξεν.)
αρχ.
1. (σχετικά με φυτά) καλλιεργώ
2. παθ. τιθασεύομαι
(για νόσημα) καθίσταμαι ηπιότερος.

Greek Monotonic

τῐθᾰσεύω:1. μόνο στον ενεστ., δαμάζω, εξημερώνω, σε Πλάτ., Ξεν.
2. λέγεται για δέντρα, βελτιώνω τη γη, την καλλιεργώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τῐθᾰσεύω:
1) приручать, одомашнивать (sc. τὰ ζῷα Xen.);
2) делать смирным, послушным, успокаивать, умиротворять (τινὰ χάρισι Plut.);
3) с.-х. делать культурным, облагораживать (κοτίνους Plut.).

Middle Liddell

τῐθᾰσεύω, only in pres.]
1. to tame, domesticate, Plat., Xen.
2. of trees, to reclaim, cultivate, Plut.