φαιδρότης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' ητος ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φαιδρότης:''' ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.
|elrutext='''φαιδρότης:''' ητος ἡ [[ясность духа]], [[веселое настроение]] Isocr., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φαιδρότης]], ητος, ἡ, [from [[φαιδρός]]<br />[[brightness]]: [[joyousness]], Isocr.
|mdlsjtxt=[[φαιδρότης]], ητος, ἡ, [from [[φαιδρός]]<br />[[brightness]]: [[joyousness]], Isocr.
}}
}}

Revision as of 15:07, 13 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρότης Medium diacritics: φαιδρότης Low diacritics: φαιδρότης Capitals: ΦΑΙΔΡΟΤΗΣ
Transliteration A: phaidrótēs Transliteration B: phaidrotēs Transliteration C: faidrotis Beta Code: faidro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A brightness, brilliance, ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.Or.11.89, cf. 221. 2 metaph., joyousness, Isoc.15.133, Plu.2.595d.

German (Pape)

[Seite 1250] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης, ἀκτινοβολία, ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., εὐθυμία, εὔθυμος διάθεσις, χαρά, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
doux éclat ; joie, gaîté.
Étymologie: φαιδρός.

Greek Monotonic

φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότητα, ευθυμία, σε Ισοκρ.

Greek Monolingual

η / φαιδρότης, -ητος, ΝΜΑ φαιδρός
ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη
αρχ.
λάμψη, ακτινοβολίαφαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.).

Russian (Dvoretsky)

φαιδρότης: ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.

Middle Liddell

φαιδρότης, ητος, ἡ, [from φαιδρός
brightness: joyousness, Isocr.