μίλτειος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μίλτειος:''' [[из сурика]], [[охры или киновари]] ([[στάγμα]] Anth.).
|elrutext='''μίλτειος:''' [[из сурика]], [[охры]] или [[киновари]] ([[στάγμα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μίλτειος]], η, ον [[μίλτος]]<br />red, μ. [[στάγμα]] the red [[mark]] made by the [[carpenter]]'s [[line]], Anth.
|mdlsjtxt=[[μίλτειος]], η, ον [[μίλτος]]<br />red, μ. [[στάγμα]] the red [[mark]] made by the [[carpenter]]'s [[line]], Anth.
}}
}}

Revision as of 08:30, 17 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίλτειος Medium diacritics: μίλτειος Low diacritics: μίλτειος Capitals: ΜΙΛΤΕΙΟΣ
Transliteration A: mílteios Transliteration B: milteios Transliteration C: milteios Beta Code: mi/lteios

English (LSJ)

α, ον, of μίλτος, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, ib. 6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 186] aus, von Mennig oder Röthel, στάγμα, Philp. 15 (VI, 103).

Greek (Liddell-Scott)

μίλτειος: -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. στάγμα, ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον σχοινίον) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de minium, de vermillon ; rouge vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Greek Monolingual

μίλτειος, -εία, -ον (Α)
1. μίλτινος
2. φρ. «μίλτειον στάγμα» — η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. -ειος (πρβλ. θαλάσσ-ειος)].

Greek Monotonic

μίλτειος: -α, -ον (μίλτος), ερυθρός, μίλτειον στάγμα, το κόκκινο σημάδι που άφηνε στο ξύλο το σχοινί του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική ουσία, μίλτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μίλτειος: из сурика, охры или киновари (στάγμα Anth.).

Middle Liddell

μίλτειος, η, ον μίλτος
red, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, Anth.