περιπόνηρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιπόνηρος:''' [[гнусный или бессовестный]] Arph. | |elrutext='''περιπόνηρος:''' [[гнусный]] или [[бессовестный]] Arph. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περι-πόνηρος, ον,<br />[[very]] [[rascally]], as a pun on [[περιφόρητος]], Ar. | |mdlsjtxt=περι-πόνηρος, ον,<br />[[very]] [[rascally]], as a pun on [[περιφόρητος]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:30, 17 September 2022
English (LSJ)
ον, very rascally, as a pun on περιφόρητος, Ἀρτέμων Ar.Ach.850.
German (Pape)
[Seite 589] sehr schlecht, Ar. Ach. 850.
Greek (Liddell-Scott)
περιπόνηρος: -ον, λίαν πονηρός, ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. περιφόρητος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. ― Ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. Πονημάτ. 161. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très méchant.
Étymologie: περί, πονηρός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ως λογοπαίγνιο στη λ. περιφόρητος) πολύ κακός άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κακής διαθέσεως («ὁ περιπόνηρος Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», Αριστοφ.).
επίρρ...
περιπονήρως Μ
με περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή διάθεση.
Greek Monotonic
περιπόνηρος: -ον, εξαιρετικά άθλιος, λογοπαίγνιο στο περιφόρητος, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπόνηρος -ον [περί, πονηρός] erg gemeen.
Russian (Dvoretsky)
περιπόνηρος: гнусный или бессовестный Arph.
Middle Liddell
περι-πόνηρος, ον,
very rascally, as a pun on περιφόρητος, Ar.