ἑκατοντάς: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑκᾰτοντάς''': -άδος, ἡ, ὁ [[ἀριθμὸς]] [[ἑκατόν]], ἡ [[ποσότης]] τοῦ ἀριθ. 100, Ἡρόδ. 7. 184, 185. | |lstext='''ἑκᾰτοντάς''': -άδος, ἡ, ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] [[ἑκατόν]], ἡ [[ποσότης]] τοῦ ἀριθ. 100, Ἡρόδ. 7. 184, 185. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:28, 18 September 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, the number a hundred, Hdt.7.184: pl., Ph.2.423, Jul.Ep.180.
German (Pape)
[Seite 752] άδος, ἡ, die Zahl Hundert; eine Menge von Hundert, Her. 7, 185; Plat. Tim. Locr. 96 b; Theocr. 17, 82 u. Sp., wie Luc. Hermot. 46; Parmen. 9 (IX, 304).
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτοντάς: -άδος, ἡ, ὁ ἀριθμὸς ἑκατόν, ἡ ποσότης τοῦ ἀριθ. 100, Ἡρόδ. 7. 184, 185.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
le nombre cent, centaine.
Étymologie: ἑκατόν.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτοντάς) -άδος, ἡ
centena, centenar Ph.2.184, Archim.Aren.3
•en plu., unido a otros numerales para expresar cantidades precisas μυριάδες διηκόσιαι καὶ ἑξήκοντα καὶ τέσσερες, ἔπεισι δὲ ταύτῃσι ἑκατοντάδες ἐκκαίδεκα καὶ δεκάς 2.640.000, y añádase a esto 1610 Hdt.7.185, cf. 184, πένθ' ἑκατοντάδες <ἠ>δὲ δὶς ἑπτά INikaia 1232.13 (II d.C.)
•c. gen. partit. τρεῖς μέν οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται tres centenas de ciudades se alzan allí (en el bajo Egipto), Theoc.17.82, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.952.6
•para expresar números imprecisos, unido a otro numeral mayor εἰς ἑκατοντάδας καὶ χιλιάδας LXX 1Re.29.2, cf. D.S.25.19.1, ἑκατοντάδας καὶ χιλιάδας βιβλίων Luc.Herm.56, φεύξονται προτροπάδην πρὸς πεντάδων ἑκατοντάδες καὶ πρὸς ἑκατοντάδων μυριάδες Ph.2.423, cf. Gal.7.502, Hdn.3.8.9
•fig. y alegór. ἡ λογικὴ ἑ. la centena en sentido espiritual, e.d., el conjunto de los seres creados de los que es excluido el hombre por el pecado, Gr.Nyss.Apoll.152.3, Eun.3.10.11, Hom.in Eccl.305.2.
Greek Monotonic
ἑκᾰτοντάς: -άδος, ἡ, εκατοντάδα, αριθμός με δυναμικότητα του εκατό, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατοντάς: άδος ἡ число сто, сотня Her., Plat., Theocr., Luc., Anth.