καλόπους: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κᾱλόπους
|Full diacritics=καλόπους
|Medium diacritics=καλόπους
|Medium diacritics=καλόπους
|Low diacritics=καλόπους
|Low diacritics=καλόπους

Revision as of 08:38, 25 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλόπους Medium diacritics: καλόπους Low diacritics: καλόπους Capitals: ΚΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kalópous Transliteration B: kalopous Transliteration C: kalopous Beta Code: kalo/pous

English (LSJ)

1 κᾱλόπους, ὁ, v. καλάπους.
2 κᾰλόπους, ὁ, ἡ, κᾰλόπουν, τό, gen. κᾰλόποδος, with beautiful feet, Suid.: but καλοπούς (leg. καλωπούς)· εὐοφθάλμους, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1313] ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp. schönfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλόπους: ὁ, ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. καλάπους.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ) :
forme en bois pour fabriquer des chaussures.
Étymologie: κᾶλον, πούς.

Greek Monolingual

(I)
καλόπους, -ουν (Α)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύπους, ωκύπους].
(II)
καλόπους και καλάπους, -οδος, ὁ (Α)
καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς. Για τη διατήρηση της λ. σε άλλες γλώσσες βλ. λ. καλαπόδι].

Russian (Dvoretsky)

κᾱλόπους: ποδος ὁ κᾶλον сапожная колодка Plat.

Translations

Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: leest; Finnish: lesti; French: forme; German: Leisten; Greek: καλαπόδι; Ancient Greek: καλάπους, καλόπους; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: forma; Latin: mustricula; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش‎, خهل‎, تولبره‎; Polish: kopyto; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: колодка; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: horma; Swedish: läst