ἰαμβεῖος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α ἰαμβεῑος, -ον) [[ίαμβος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιαμβείο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιαμβικός]] («ἰαμβεῖον... [[μέτρον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰαμβεῖον</i><br />το ιαμβικό [[μέτρο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ | |mltxt=-ο (Α ἰαμβεῑος, -ον) [[ίαμβος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιαμβείο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιαμβικός]] («ἰαμβεῖον... [[μέτρον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰαμβεῖον</i><br />το ιαμβικό [[μέτρο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ίαμβεῖα</i><br />τα ιαμβικά ποιήματα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:04, 27 September 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἴαμβος) A iambic, μέτρον Arist.Po.1448b31. II as substantive ἰαμβεῖον, τό, iambic verse, Ar.Ra.1133, 1204, Pl.R.602b, Arist.Po.1458b19, Sammelb.6308(iii B.C.), etc.: in plural, iambic poem, Luc.Salt.27: generally, verse, line, Ath.8.355a (of anapaests). 2 iambic metre, Arist.Rh.1404a31.
German (Pape)
[Seite 1232] jambisch, z. B. ἰαμβεῖον μέτρον Arist. poet. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβεῖος: -ον, (ἴαμβος) ἰαμβικός, μέτρον Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἰαμβεῖον, τό, ἰαμβικὸς στίχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1133, 1204, Πλάτ. Πολ. 602Β, Ἀριστ., κλ.· ἐν τῷ πληθ., ἰαμβικὸν ποίημα, Λουκ. π. Ὀρχ. 27· καθόλου, στίχος, Ἀθήν. 355Α. 2) ἰαμβικὸν μέτρον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.
Greek Monolingual
-ο (Α ἰαμβεῑος, -ον) ίαμβος
το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν)
ο ιαμβικός στίχος
αρχ.
1. ιαμβικός («ἰαμβεῖον... μέτρον», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῖον
το ιαμβικό μέτρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῖα
τα ιαμβικά ποιήματα.
Greek Monotonic
ἰαμβεῖος: -ον (ἴαμβος)·
I. ιαμβικός, μέτρον, σε Αριστοφ.
II. 1. ως ουσ., ἰαμβεῖον, τό, ιαμβικός στίχος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ιαμβικό μέτρο, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἰαμβεῖος: ямбический (μέτρον Arst.).
Middle Liddell
ἰαμβεῖος, ον ἴαμβος
I. iambic, μέτρον Arist.
II. as substantive, ἰαμβεῖον, ου, τό, an iambic verse, Ar., Plat.
2. iambic metre, Arist.