ἀκόλλητος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
mNo edit summary |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική [[ουσία]]<br />«[[φάκελος]] [[ακόλλητος]]», «λίθοι ακόλλητοι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[απίθανος]], ο [[απίστευτος]]<br />«ακόλλητο [[ψέμα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί<br />«ἀκόλλητον [[δέρμα]] σώμασι» (Γαλην. 11.125)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)<br /><b>3.</b> όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα [[σύνολο]]<br />«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)<br /><b>4.</b> ο [[ασύνδετος]], ο [[παράταιρος]]<br />«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική [[ουσία]]<br />«[[φάκελος]] [[ακόλλητος]]», «λίθοι ακόλλητοι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[απίθανος]], ο [[απίστευτος]]<br />«ακόλλητο [[ψέμα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί<br />«ἀκόλλητον [[δέρμα]] σώμασι» (Γαλην. 11.125)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)<br /><b>3.</b> όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα [[σύνολο]]<br />«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)<br /><b>4.</b> ο [[ασύνδετος]], ο [[παράταιρος]]<br />«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῖα [[μέλη]]» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κολλητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κολλῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 27 September 2022
English (LSJ)
ον, A not cemented or not glued, λίθοι BCH35.43 (Dclos); not adhering, δέρμα σώμασι Gal.11.125; not united, not healed up, of wounds, Id.18(2).802. 2 incapable of being compacted, D.H. Comp.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόλλητος: ὁ μὴ κεκολλημένος ἢ μὴ προσηρτημένος, τινί, Γαλην. 2) ἀσυνάρτητος, ἀσύναπτος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 42.
Spanish (DGE)
-ον
1 despegado, no unido ἀκόλλητον βρέτας imagen arrancada de su pedestal, S.Fr.10c.8 (cj.), de bloques de piedra fracturados y reparados mediante argamasa o clavijas ID 507.12 (III a.C.)
•medic. no cicatrizado, no cerrado de una herida, Gal.18(2).802.
2 gram. que no puede unirse, formar grupo consonántico de ν seguida de χ D.H.Comp.22.15.
3 que no se adhiere δέρμα σώμασι Gal.11.125.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία
«φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι»
νεοελλ.
ο απίθανος, ο απίστευτος
«ακόλλητο ψέμα»
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί
«ἀκόλλητον δέρμα σώμασι» (Γαλην. 11.125)
2. αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)
3. όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα σύνολο
«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)
4. ο ασύνδετος, ο παράταιρος
«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῖα μέλη» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κολλητὸς < κολλῶ].